Παρασκευή 17 Ιουνίου 2016

Προϊστορική Περίοδος 750.000-3.315 π.Χ.

1.0. Η κοσμογονία των Αρχαίων Ελλήνων


Για τα αρχαιότατα χρόνια του ελληνικού κόσμου υπάρχουν μυθικές παραδόσεις, που διασώθηκαν από ποιητές και λογογράφους, καθώς και ερμηνείες των μυθευμάτων που επιχείρησαν αρχαίοι και νεότεροι μελετητές. Κύριο γνώρισμα των μύθων αυτών είναι η ιδιάζουσα ποιητική φαντασία των αφηγήσεων, ο ανθρωποκεντρικός χαρακτήρας των ερμηνειών που δίνονται στα φυσικά αντικείμενα και φαινόμενα και η συνακόλουθα ανθρωπομορφική αναπαράστασή τους. Συνδυάζοντας το απόσταγμα των μύθων αυτών, που είναι λογικό να αποδεχτούμε ότι βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα, με αρχαιολογικά και ανθρωπολογικά ευρήματα, που είναι πλέον πολυάριθμα και επιστημονικά μελετημένα, μπορούμε να σχηματίσουμε μια προσεγγιστική εικόνα της ζωής της εποχής εκείνης, αποδεχόμενοι ως αναπόφευκτη την προκύπτουσα ανακρίβεια. Η ανακρίβεια αυτή είναι ιδιαίτερα αισθητή όταν επιχειρείται χρονολόγηση των συμβάντων, αλλά έχει μικρότερη σπουδαιότητα αν αρκεστούμε μόνο στον προσδιορισμό της διαδοχής τους σε χρονικά πλαίσια ευρύτερης πιθανολογούμενης διάρκειας.

Οι δημώδεις παραδόσεις αρχίζουν με τις δοξασίες που έχουν θέμα τη δημιουργία του κόσμου. Σύμφωνα με αυτές αρχικά υπήρχε Χάος (<χαίνω = χάσκω, χασμουριέμαι <από τον ήχο του χασμουρητού).
Από το Χάος γεννήθηκε η σειρά των πρώτων θεών:
- το Έρεβος (<ερέφω=καλύπτω με στέγη, φ>β, διότι στεγάζονταν από το έδαφος της γης [ερέφω<αείρω=σηκώνω + επί =πάνω])
- και η Νύκτα (<νη (αρνητικό) + άγω # διότι την νύκτα δεν πορεύονταν), που γέννησαν με τη σειρά τους:
- τον Αιθέρα (<αήρ <άω=πνέω <από τον ήχο του αέρα)
- και την Ημέρα (<ήμαρ <μαρμαίρω=λάμπω, για έκφραση χαράς, διότι καθαίρεται η ατμόσφαιρα από το σκότος, [μαρμαίρω <μάλα (λ>ρ)=πολύ + μάω=αποζητώ + αίρω=καθαρίζω]).
Παιδιά του Αιθέρα και της Ημέρας ήταν:
- ο Ουρανός (όρνυμι + άνω [όρνυμι <αείρω, αίρω, ρίζα ερ-, ε>ο = εξεγείρω, διεγείρω, σηκώνω, ξεσηκώνω, κινώ, παρορμώ]),
- και η Γαία <μαία > αία > γαία (με πρόταξη του ευφωνικού γ) = γη μητέρα [μαία <μαμαία <μάμμα <μάμμη = μητέρα]),
που στηρίζεται στα Τάρταρα (<τάλας=υποφέρων (λ>ρ) > τάρας > τάρα-τάρα [αναδιπλασιασμός] = άβυσσος).

Η δεύτερη γενιά των θεών ήταν τα παιδιά του Ουρανού και της Γης και συγκεκριμένα
- 6 Τιτάνες (<τανύω <τανν…, ο ήχος της χορδής του τόξου [ανάλογο με το "τύπτω" <από τον ήχο του κτυπήματος "τυπ" ή "ταπ"]):
- Κρόνος (<χρόνος παραφθορά [κ>χ] <χαράσσω <χράω από τον ήχο του ξυσίματος [χρτς])
- Ωκεανός (<ωκέ-ος [γεν. του ωκύς] + αλς [λ>ν]=θάλασσα)
- Κόιος (<κύω = εξογκώνω > κύμα, κύηση, κυρ-τός > [υ>ο])
- Υπερίων (<υπέρ+ίω=έρχομαι = αυτός που υπερίπταται της γης, αποδίδει την πρώιμη αντίληψη των παρατηρήσεων ουρανίων φαινομένων)
- Ιαπετός (<ιάπτω <είμι [ρίζα ι-] + άπτω (=εγγίζω, ανάβω) = πέμπω, ρίπτω, βλάπτω [ι>βλ], προσβάλλω κάποιον δια λόγων, ορμώ [έπεμψε σε πολλά μέρη απογόνους])
- Κρείος (άλλη μορφή του Κριός <κέρας > κερεός > κρεός > κριός [ε>ι])
- και 6 Τιτανίδες:
- Ρέα (<ρέω <ροή)
- Τηθύς (<τίθημι = θέτω = αυτή που βάζει τάξη στον κόσμο)
- Φοίβη (<φως + βάω = βαίνω = έρχεται φωτίζοντας)
- Θεία (<θέω = τρέχω, αυτή που τρέχει στον ουρανό)
- Θέμις (<τίθημι = θέτω = αυτή που βάζει τάξη στον κόσμο)
- Μνημοσύνη (<μνήμη <μιμνήσκω [θυμάμαι <μένω, μίμνω = παραμένω, εννοείται στο νου])
Από τα συνταιριάσματα μεταξύ τους γεννήθηκαν άλλοι Τιτάνες δεύτερης γενιάς όπως:
- από τον Ωκεανό και την Τηθύα 3000 ποταμοί και οι Ωκεανίδες,
- από τον Κόιο και τη Φοίβη η Λητώ και η Αστερία και από τη Λητώ ο Απόλλων  και η Άρτεμις,
- από τον Υπερίωνα και τη Θεία ο Ήλιος, η Σελήνη, η Ηώ και ο Έσπερος,
- από τον Ιαπετό και την Θέμιδα ο Προμηθέας και ο Άτλα,
- από τον Κρείο και την Ωκεανίδα Ευρύβια ο Πάλλαντας και από αυτόν η Αθηνά,
- από τη Μνημοσύνη και τον Δία οι Μούσες
- και τέλος από τον Κρόνο και τη Ρέα (= χρόνος και ροή) γεννήθηκαν οι θεοί τρίτης γενιάς:
- Ζευς – Διός (Δίας) (<θεύς <θέω = τρέχω στον ουρανό – Δίας <δίος = λαμπρός εξ ου ευδία = καθαρή μέρα, die=μέρα, deus=θεός)
- Ήρα (<θηλυκό του ήρως <άρω [αρμόζω, συνάπτω, ράπτω], παρακείμενος ήρα)
- Δήμητρα (<Δη(=Γη) + Μήτηρ = Γη μητέρα)
- Εστία (<εύω = καίω> Έβρος, ηώς [Εστία = τζάκι<εστιάκιον, σπίτι])
- Ποσειδών (<πόσ-ις, ποτ-αμός + είδω (ιδείν) = γνωρίζω, είμαι αρμόδιος για τα τρεχούμενα νερά)
- Πλούτων (<πολύς > πλού-τος [ολ>λο], πλοίθος [ει>ου, θ>τα])
Για να σχηματιστεί το δωδεκάθεο του Ολύμπου σ’ αυτούς (εξαιρουμένου του Πλούτωνα) προστέθηκαν οι αναφερόμενοι προηγουμένως:
- Απόλλων (<Απολλύων <Απόλλυμι = διότι με τον καύσωνα προκαλεί καταστροφές)
- Άρτεμις ( συνθετικό αρτ [αρτύω= κρεμώ, δένω, εξαρτώ, φτιάχνω] + μις= φονεύς)
- Αθηνά (<Α[=Η] + Θεά + Νόα = η θεά του νου, της νόησης)
καθώς και τα παιδιά του Δία και της Ήρας
- Άρης (συνθετικό αρι- = πολύ, μεγάλο = δυνατός, τιμωρός)
- Ήφαιστος (<αφή=άναμμα + αΐσθω [εκφυσώ]= αυτός που ανάβει φωτιές φυσώντας)
και τα παιδιά του Δία:
- Αφροδίτη (<αφρός + δύομαι = βγαλμένη από τον αφρό) και
- Ερμής (<φέρμα [από το φέρω] = αυτός που φέρνει ειδήσεις και αγαθά = Φερμής > Fερμής).
Σύμφωνα με την παράδοση η επικράτηση των θεών της τρίτης γενιάς έγινε μετά από μακρόχρονο και φοβερό αγώνα εναντίον των Τιτάνων (Τιτανομαχία) που κατείχαν την Όθρυ, στον οποίο ο Δίας πήρε βοηθούς τουςΚύκλωπες (που του συμπαραστάθηκαν με τους κεραυνούς) και τους Εκατόγχειρες (που τον ενίσχυσαν με την υπερβάλλουσα ρώμη τους). Από τη μεταξύ τους πάλη, που συμβολίζει τις τεράστιες γεωλογικές μεταβολές της επιφάνειας της Γης, αντηχούσε ο πόντος, βογκούσε η στεριά, στέναζε από τους σεισμούς ο ουρανός και τιναζόταν εκ βάθρων ο Όλυμπος, αλλά στο τέλος οι Τιτάνες νικήθηκαν και γκρεμίστηκαν στα Τάρταρα.

1.1. Γεωλογική ιστορία του ελλαδικού χώρου (36 – 1.000.000)


           
Οι κοσμογονικοί μύθοι, παρά τη χαριτωμένη αφέλειά τους, συνιστούν, με συμβολική κωδικοποιημένη και ποιητική γλώσσα, μια μικρή περίληψη των μεγάλων αλλαγών που έγιναν στη Γη από τη στιγμή του σχηματισμού της ως διάπυρης αστρικής μάζας πριν από 4.567.000.000 χρόνια, μετά από ισχυρότατα γεωλογικά και μετεωρολογικά φαινόμενα που διάρκεσαν πολλές χιλιετίες. Το πραγματικό «παραμύθι» της εξέλιξης της επιφάνειας της Γης είναι πράγματι από τα συναρπαστικότερα, καθώς παρουσιάζει ένα πλανήτη που δεν ήταν ποτέ στατικός, αλλά εμφάνιζε συνεχείς θεαματικές μεταβολές στο σχήμα, το πλήθος, τη θέση των ηπείρων και των ωκεανών και τα είδη των έμβιων όντων που ζούσαν πάνω του, καθώς και αλλεπάλληλες αλλαγές των κλιματικών συνθηκών, που κατέληξαν να επιτρέψουν την εμφάνιση και ανάπτυξη των θηλαστικών και ιδιαίτερα του ανθρώπινου είδους Homo Habilis πριν από 2.000.000 χρόνια. Σε ότι αφορά τις γεωλογικές μεταβολές που οδήγησαν στην ανάδυση της στεριάς που αποτελεί σήμερα το γεωγραφικό χώρο της Ελλάδας είναι χρήσιμο να ληφθούν υπόψη οι επόμενες συνοπτικές παράγραφοι.

Η γεωτεκτονική θέση της Ελλάδας στο γεωλογικό παρελθόν, βρισκόταν στον ευρύτερο χώρο όπου γινόταν οι τεκτονικές διεργασίες στα όρια των λιθοσφαιρικών πλακών της Λαυρασίας και της Γκοντβάνας, δύο ηπείρων που σχηματίστηκαν κατά την διάρκεια της Δεβόνιας Περιόδου (416-359.000.000 π.Χ.) και χωρίζονταν από την διαμπερή θάλασσα Τηθύα (από τη γνωστή Τιτανίδα για την οποία έγινε λόγος προηγουμένως) που ένωνε μεταξύ τους τον Πανθαλάσσιο και τον Παλαιοτηθύα Ωκεανό της εποχής εκείνης. Απομεινάρι της Τηθύος είναι η σημερινή Μεσόγειος θάλασσα. Η περιοχή της σημερινής Ελλάδας τότε όπως και όλη η Νότια Ευρώπη βρισκόταν στο βυθό της Τηθύος.

Πριν από 250.000.000 χρόνια στις αρχές της Τριαδικής Περιόδου (250-200.000.000), ο βυθός της θάλασσας, που σκέπαζε ολόκληρη την ελληνική περιοχή, από το Ιόνιο Πέλαγος μέχρι την Μικρά Ασία, παρουσίαζε μία παράξενη μορφολογική εικόνα ανάγλυφου που υπήρξε η προϋπόθεση για τη δημιουργία της σημερινής Ελληνικής χερσονήσου με τις υψηλές κεντρικές της οροσειρές. Στη θέση του ορεινού όγκου της Πίνδου υπήρχε μία βαθιά υποθαλάσσια τάφρος, η "αύλαξ της Πίνδου", δυτικότερα εκτεινόταν μία δεύτερη, η "Ιόνια αύλαξ" ενώ ένα υψηλό τοίχωμα, το "ύψωμα του Γαβρώνου" χώριζε τις δύο τάφρους.

Μέχρι και το τέλος της Ιουρασικής Περιόδου (200-146.000.000) ο γεωγραφικός χώρος της σημερινής Ελλάδας ήταν θάλασσα μέτριου βάθους. Πριν από 140.000.000 χρόνια, στις αρχές τις Κρητιδικής Περιόδου (146-65.000.000), μία γιγάντια ανοδική ορογενετική κίνηση ανύψωσε πάνω από τα κύματα την λεγόμενη Πελαγονική οροσειρά., μία στενή ζώνη ξηράς που περιλαμβάνει την βορειότερη Μακεδονία (Πελαγονία), τον Όλυμπο, την Ανατολική Θεσσαλία και την Βόρεια Εύβοια. Προέκταση της οροσειράς αυτής θεωρείται η λεγόμενη "Αττικοκυκλαδική μάζα" (η Αττική, η νότια Εύβοια και τα περισσότερα νησιά των Κυκλάδων). Στο τέλος όμως της περιόδου (65.000.000) ο Ελλαδικός χώρος βρισκόταν και πάλι κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας σε μέτριο βάθος. Στην ίδια χρονική περίοδο οι Ήπειροι είχαν ήδη πάρει περίπου τη σημερινή θέση και σχήμα, αλλά το μέγιστο της Ευρώπης και της Αμερικής παρέμενε κάτω από την Τηθύα.

Σταδιακή άνοδος της στεριάς άρχισε να πραγματοποιείται στα πλαίσια της ορογένεσης των Άλπεων και των Ιμαλάιων που ακολούθησε. Πριν από 36.000.000 χρόνια κατά τη διάρκεια της Ηώκαινης Περιόδου (55 - 34.000.000) πραγματοποιήθηκε η οριστική άνοδος της Πελαγονικής και Υποπελαγονικής ζώνης, ενώ πριν από 34.000.000 χρόνια, όταν η τάφρος της Πίνδου είχε γεμίσει από ιζήματα, σημειώθηκαν νέες κοσμογονικές αναστατώσεις στα έγκατα της Ελληνικής γης. Ύστερα από μία πανίσχυρη ανοδική ώθηση πτυχώθηκαν τα υλικά της τάφρου και ανυψώθηκαν σχηματίζοντας την επιβλητική οροσειρά της Πίνδου. Είναι η ίδια εποχή που δημιουργήθηκαν οι υψηλότεροι ορεινοί όγκοι της γης, οι Άλπεις, τα Πυρηναία, τα Ιμαλάια και οι Αλπικές πτυχώσεις. Στην αρχή της Ολιγόκαινης Περιόδου (34 – 23.000.000) μία άλλη τεκτονική αναστάτωση άρχισε να πτυχώνει και να ανορθώνει το βυθό, για να προβάλει πάνω από το νερό το μεγαλύτερο τμήμα της δυτικής Ελλάδος (Αδριατικοϊονική Ζώνη). Έτσι μέχρι το 12.000.000 στα μέσα της Μειόκαινης Περιόδου που ακολούθησε (23 - 6.000.000) ολοκληρώθηκε η ανάδυση από τα βάθη της θάλασσας μιας ενιαίας και αδιαίρετης μάζας ξηράς που ονομάστηκε Αιγηίς και κάλυπτε περίπου το σημερινό Ελληνικό χώρο, από το Ιόνιο ως την Μικρά Ασία και τα νότια της Κρήτης.

Περαιτέρω διαμόρφωση της Αιγηίδας πραγματοποιήθηκε από τα μέσα της Μειόκαινης περιόδου (περίπου  από το 12.000.000), οπότε άρχισε ο κατακερματισμός του χερσαίου όγκου της Αιγηίδος, η προέλαση της Μεσογείου προς τα ενδότερα της χώρας και ο καταποντισμός μεγάλων τμημάτων της, και σχηματίστηκαν υψηλές οροσειρές, αλλά και βυθίσματα και εσωτερικές λίμνες. Η μεγαλύτερη λίμνη σχηματίστηκε στο σημερινό Κρητικό Πέλαγος, βορειότερα της Κρήτης. Μικρότερες λίμνες αναφάνηκαν στα βόρεια και στα ανατολικά των Σποράδων και βορειοανατολικά της Εύβοιας και νοτιότερα μεταξύ Άνδρου και Χίου. Από τις λίμνες αυτές, όσες δεν είχαν στερεά προχώματα πλημμύριζαν από θαλάσσιο νερό, με αποτέλεσμα να γίνονται υφάλμυρες. Ήταν λίμνες ασταθείς όπως η Κορινθιακή, των Μεγάρων, του Αργολικού κόλπου και της Ήλιδος. Αντιθέτως οι εσωτερικές λίμνες και εκείνες που είχαν ανθεκτικά προχώματα προς τη θάλασσα, διατήρησαν τα γλυκά νερά επί μακρότατο χρονικό διάστημα. "Ενδοχωρικές" λίμνες αυτού του τύπου ήταν η κοιλάδα του Ευρώτα, οι πεδιάδες της Μεγαλοπόλεως, της Λοκρίδας καιολόκληρη η Θεσσαλία (Θεσσαλία <θέσις αλία = παραθαλάσσια) μέχρι τη διάνοιξη της χαράδρας των Τεμπών. Η θάλασσα προχωρούσε αργά αλλά σταθερά προς το εσωτερικό. Εξαιτίας των τεκτονικών ρηγμάτων η Μεσόγειος είχε διεισδύσει στην περιοχή μεταξύ Κρήτης και Δωδεκανήσου. Το νότιο και ανατολικό τμήμα της Κρήτης βρισκόταν τότε κάτω από τα νερά, ενώ η Κέρκυρα ήταν θάλασσα, όπως και οι δυτικές ακτές της Ηπείρου μαζί με τη Λευκάδα και το δυτικό τμήμα της Κεφαλληνίας και της Ζακύνθου.
Με τον τρόπο αυτό μέχρι το 7.000.000 είχαν ήδη διαμορφωθεί σε πρωταρχική μορφή η Μακεδονία, Θράκη, Ήπειρος, Θεσσαλία, Στερεά Ελλάδα, Κρήτη, το Αιγαίο Πέλαγο και η Αιγηίδα έμενε ως ξηρά στην περιοχή των Κυκλάδων.

Πριν από 6.000.000 χρόνια στις αρχές της Πλειόκαινης Περιόδου (6 - 2.000.000), τα νησιά του Ιονίου χωρίστηκαν από την στεριά και εξείχαν σαν βραχοκορφές πάνω σε μία θάλασσα που σκέπαζε το δυτικό τμήμα της Ήλιδος, τη δυτική Αχαΐα ως την Πάτρα, την πεδιάδα της Αχαΐας και τον Λακωνικό κόλπο. Αργότερα διαμορφώθηκαν από την διάβρωση οι κοιλάδες του Ελλησπόντου και του Βοσπόρου. Δια μέσου αυτών των κοιλάδων τα νερά της Ποντιοκασπίας και της Προποντίδας πέρασαν σε ένα μεγάλο κεντρικό ποταμό της Αιγηίδος (Αιγαίος ποταμός) που συγκέντρωνε τις ροές των παραποτάμων του Αξιού, Στρυμόνος, Νέστου και Έβρου.

Στο τέλος της Πλειόκαινης Περιόδου, πριν από 2.000.000 χρόνια, ένας κλάδος της Μεσογείου άρχισε να προωθείται από τα ανατολικά της Κρήτης προς την Προποντίδα. Ένας άλλος θαλάσσιος βραχίονας άρχισε να εισορμά στο χώρο του σημερινού Μυρτώου Πελάγους μεταξύ Κρήτης και Πελοποννήσου, έφτασε ως τα περίχωρα των Αθηνών και διαμέσου του νοτίου τμήματος της Αττικής και της Εύβοιας προέλασε προς τις βόρειες Σποράδες και τον Θερμαϊκό. Αυτές οι μετακινήσεις των υδάτων της Μεσογείου ήταν η αρχή του σχηματισμού του Αιγαίου Πελάγους.

Εν τω μεταξύ η Αιγηίς εξακολουθούσε αλλού να κατακερματίζεται και αλλού να καταποντίζεται, πολλά τμήματά της βυθίζονταν και άλλα ανυψώνονταν πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Τα νερά της Μεσογείου εισχώρησαν στη λίμνη του Κορινθιακού από το στενό Ρίου-Αντιρρίου και σχημάτισαν το σημερινό κόλπο. Υψώθηκε ο ισθμός της Κορίνθου, καταβυθίστηκε η βόρεια πλευρά του Κορινθιακού και πρόβαλαν οι απότομες ακτές της Βοιωτίας και της Φωκίδος. Αναδύθηκαν από τη θάλασσα οι βόρειες περιοχές της Πελοποννήσου, καταποντίστηκαν οι ακτές της Αργολικής χερσονήσου και αποχωρίστηκε η Αίγινα από τη στεριά. Στο Ιόνιο υποχώρησε η θάλασσα, μεγάλωσαν τα νησιά και έγιναν στεριά οι περιοχές της Ήλιδος, της Μεσσηνίας και της Λακωνίας. Στο ανατολικό τμήμα της Αιγηίδας μία μεγάλη λίμνη σχηματίστηκε μεταξύ Εύβοιας και Μικράς Ασίας. Μέσα σ’ αυτή τη λίμνη ξεχώριζαν η Σκύρος και η Λέσβος. Έτσι μέχρι το 2.000.000 είχαν σχηματιστεί σε πρωταρχική μορφή η Χαλκιδική, η Πελοπόννησος, η Λέσβος, η Χίος, η Σάμος, η Ρόδος και οι Κυκλάδες ως δύο μεγάλα συγκροτήματα στεριάς με λίμνες στη Θεσσαλία, Αρκαδία, Μακεδονία. Μέχρι το τέλος της Πλειόκαινης περιόδου (2.000.000  είχαν σε γενικές γραμμές οριστικοποιηθεί οι τεκτονικές αλλαγές που διαμόρφωσαν τη σημερινή ανάγλυφη όψη και μορφολογία της ελληνικής γης.

Στην τελική διαμόρφωση του ελληνικού χώρου συνέβαλαν επίσης οι σεισμοί και η δράση των ηφαιστείων. Η Ελλάδα και η Ιταλία είναι οι μόνες Μεσογειακές χώρες που έχουν ηφαίστεια, κυρίως στις ακτές τους ή στα νησιά. Σ’ αυτές τις περιοχές ο φλοιός της γης ήταν ευπαθής, εξαιτίας των ρηγμάτων που προκάλεσαν οι τεκτονικές αναστατώσεις, με αποτέλεσμα την ώθηση στην επιφάνια μάγματος από τα έγκατά της γης. Τα σπουδαιότερα ελληνικά ηφαίστεια Αίγινας, Μεθάνων, Πόρου, Μήλου, Κιμώλου, Πολυαίγου, Φολεγάνδρου, Θήρας, Νισύρου και Κω, σχημάτισαν ένα ηφαιστειακό τόξο που εκτεινόταν στα νότια κράσπεδα μιας καταποντισμένης ξηράς. Τα βαθιά ρήγματα στο βόρειο Αιγαίο δημιούργησαν τα ηφαίστεια της Τρωάδας, της Μυτιλήνης, ίσως και της Χίου, που βρίσκονταν στον ίδιο ηφαιστειακό άξονα. Εξάλλου τα ηφαίστεια του Οξυλίθου (Κύμης), της Λήμνου, της Ίμβρου, της Σαμοθράκης και των Φερών της Θράκης σχημάτισαν ένα άλλο τόξο, παράλληλο προς το ηφαιστειακό τόξο του νοτίου Αιγαίου. Τα ηφαίστεια αυτά υπήρξαν εργαστήρια κατασκευής πολυτίμων ορυκτών πρώτων υλών, που χρησιμοποίησε ο άνθρωπος από την Προϊστορία.


1.2. Παλαιολιθική Εποχή (1.000.000 – 10.000)
 

           
Η Πλειστόκαινη Εποχή (2.588.000-10.000 π.Χ.) χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση τεσσάρων περιόδων παγετώνων στο βόρειο ημισφαίριο με τρία ενδιάμεσα αρκετά θερμά μεσοπαγικά διαστήματα, λόγω ανωμαλιών στην τροχιά της Γης υπό την επίδραση άλλων πλανητών ή εξαιτίας μετατοπίσεως των πόλων, ως εξής :




1.000.000-600.000 1η Παγετωνική Περίοδος, Γιούντσια
600.000-410.000 1ο Μεσοπαγικό Διάστημα, Γιουντσιομιντέλιο
480.000-410.000 2η Παγετωνική Περίοδος Μιντέλια
410.000-270.000 2ο Μεσοπαγικό Διάστημα, Μιντελορύσσιο
270.000-180.000 3η Παγετωνική Περίοδος, Ρύσσια, πάχος 2 km
180.000-120.000 3ο Μεσοπαγικό Διάστημα, Ρυσσιοβούρμιο
120.000- 10.000 4η Παγετωνική Περίοδος, Βούρμια.

Στο ίδιο χρονικό διάστημα παρουσιάστηκαν στην Ασία, Αφρική και Ευρώπη τα πρώτα κυρίως ανθρώπινα είδη, με μετεξέλιξη των Αρχανθρώπων (Homo Habilis, που εμφανίστηκαν από το 2.200.000), ως εξής:
1.000.000-300.000 Homo Erectus (Πιθηκάνθρωπος ή Όρθιος Άνθρωπος σε 3 μορφές: Ιάβας, Πεκίνου και Ατλάνθρωπος)
600.000- 40.000 Άνθρωπος Νεαντερταλοειδής (Μεσάνθρωπος σε 4 μορφές: Χαϊδελβέργης, Σβάνσκομπ, Στάνχαϊμ και Νεάντερταλ)
60.000 Homo Sapiens (Έμφρων Άνθρωπος-Τελεοάνθρωπος σε 2 μορφές: Πρέντμοστ και Κρο Μανιόν)
25.000 Homo Sapiens Sapiens (Νοήμων Έμφρων Άνθρωπος, το σημερινό είδος με διάκριση σε 3 φυλές: Καυκάσια, Μογγολοειδής και Νεγροειδής).

1.2.1. Γενικά χαρακτηριστικά της Παλαιολιθικής Περιόδου


Ως Παλαιολιθική Περίοδος ορίζεται το πρωιμότερο τμήμα της Εποχής του Λίθου, κατά τη διάρκεια της οποίας ο άνθρωπος χρησιμοποιούσε λίθινα τεχνουργήματα. Διαιρείται στην Πρωτοπαλαιολιθική, με τις πρώιμες μορφές ανθρωπιδών και την παρουσία λίθινων χειροπελέκεων, η οποία τελειώνει περίπου το 80.000 π.Χ. στην Μεσοπαλαιολιθική ή Μουστέρια, την εποχή του ανθρώπου του Νεάντερταλ που τελειώνει περίπου το 33.000 π.Χ. και την Νεοπαλαιολιθική, περίοδο κατά την οποία αναπτύχθηκε ο Έμφρων Άνθρωπος (Homo Sapiens), έως το 10.000 π.Χ., οπότε αρχίζει η μεταβατική Μεσολιθική περίοδος.

α. Πρωτοπαλαιολιθική περίοδος (1.000.000 – 80.000)

Τα αρχαιότερα αναγνωρίσιμα εργαλεία ήταν απλά λίθινα τσεκούρια, όμοια με αυτά που ανακαλύφθηκαν στο Ολντουβάι (Olduvai) της Τανζανίας, «κατασκευασμένα»  περίπου πριν από 1 εκατομμύριο χρόνια από ανθρωπίδες του είδους  «Αυστραλοπίθηκος Αφρικανός» (Αustralopithecus africanus). Εργαλεία με πιο συγκεκριμένη μορφή θρυμματισμένων λίθων (ηώλιθων) βρέθηκαν συγκεντρωμένα σε τόπους που θεωρούνται εστίες ανάπτυξης του πρώτου ανθρώπινου είδους  «Όρθιος Άνθρωπος» (Homo Erectus), όπως το Κουκουτιενιάν της Κίνας και αρκετές περιοχές της Ευρώπης, της Αφρικής και της Ασίας από το 500.000 έως το 100.000 π.Χ. Τα λίθινα εργαλεία αυτής της περιόδου ήταν δύο τύπων. Ο ένας αποκαλείται «τύπος πυρήνα» και αφορά εργαλεία που προέκυπταν με σταδιακή αφαίρεση υλικού, έως ότου διαμορφωθεί η κατάλληλη κόψη. Ο άλλος ονομάζεται «τύπος θραυσμάτων» και αφορά εργαλεία που προέκυπταν από τμήματα λίθου που δημιουργούνταν κατά τη θραύση ή την κατεργασία του. Οι χειροπελέκεις ήταν το τυπικό εργαλείο αυτών των πρώιμων κυνηγών και τροφοσυλλεκτών.
           
Από τα ανθρωπολογικά ευρήματα εξάλλου έχουν εντοπιστεί οι χρονολογίες των κοινών προγόνων όλων των ανθρώπων ως εξής:
170.000  Μιτοχόνδρια Εύα: Η γυναίκα από την οποία προέρχονται όλοι οι σημερινοί άνθρωποι-- το μιτοχονδριακό DNA της είναι ίδιο με όλων των σημερινών ανθρώπων.
60.000  Χρωμοσωμικός Αδάμ: Ο άντρας από τον οποίο προέρχονται όλοι οι σημερινοί άνθρωποι --- το Υ-Χρωμόσωμά του είναι ίδιο με όλων των σημερινών ανθρώπων


Σε όλη την Πλειστόκαινη Περίοδο η διαβίωση βασιζόταν σε τροφοσυλλεκτικές δραστηριότητες με επίδοση στο κυνήγι, την αλιεία και το μάζεμα μούρων και ριζών. Αρχικά γινόταν χρήση ακατέργαστων φυσικών εργαλείων και όπλων (πέτρες, ρόπαλα) και οι άνθρωποι κατοικούσαν στα δάση κατά μικρές ομάδες. Από την Πρωτοπαλαιολιθική Εποχή άρχισε η κατασκευή τελειότερα κατεργασμένων λίθινων εργαλείων και η χρήση των πρώτων κυνηγετικών κατασκηνώσεων και μόνιμων συνοικισμών σε σπηλιές. Στα μέσα της εποχής αυτής ( 450.000) άρχισε εξακριβωμένα η χρήση της φωτιάς χωρίς δυνατότητα αφής και η συνεννόηση γινόταν με ήχους χωρίς πλήρη άρθρωση. Ήταν η εποχή της μέγιστης εξάπλωσης των μαμούθ στην Ευρώπη.
Από το 150.000 με την εμφάνιση της 4ης και τελευταίας μορφής Νεαντερταλοειδών (Άνθρωπος του Νεάντερταλ) στην Ευρώπη, Δυτ.Ασία και Αφρική η κοινωνική οργάνωση έγινε πιο σύνθετη με ταφικές ιεροτελεστίες και ίχνη κανιβαλισμού και παρουσιάστηκαν τα πρώτα σπέρματα κοινοτήτων μητρικού γένους. Η κατοικία εξακολουθούσε σε σπηλιές, αλλά και σε πρόχειρα υπόστεγα και υπήρχε πλέον αξιοσημείωτη ποικιλία λίθινων εργαλείων (ξύστρες, μαχαίρια κλπ) που κατασκευάζονταν με αποκοπή από πλάκες και επεξεργασία πάνω σε κοκάλινα αμόνια. Βασικό όπλο ήταν το ακόντιο και άρχισε η χρήση μαγειρευμένων φαγητών με τεχνητή αφή φωτιάς.

β. Μεσοπαλαιολιθική περίοδος (80.000-33.000)

Η Μέση Παλαιολιθική περιλαμβάνει τον Μουστέριο πολιτισμό, ο οποίος συνδέεται με την τέταρτη μορφή του δεύτερου (Νεαντερταλοειδούς) ανθρώπινου είδους, τον «Άνθρωπο του Νεάντερταλ» (Homo Neandertalensis), ο οποίος έζησε στο μεσοδιάστημα της περιόδου 100.000 - 40.000 π.Χ. Υπολείμματα αυτής της φάσης του ανθρώπινου πολιτισμού έχουν βρεθεί σε σπήλαια, μαζί με ενδείξεις χρήσης της φωτιάς. Οι Νεάντερταλ ήταν κυνηγοί προϊστορικών θηλαστικών και ενδείξεις της παρουσίας τους έχουν βρεθεί στην Ευρώπη, τη Β. Αφρική, την Παλαιστίνη και τη Σιβηρία. Τα εργαλεία αυτής της περιόδου, που περιλαμβάνουν λίθινες φολίδες, επεξεργασμένα οστά και οστέινες βελόνες, υποδεικνύουν ότι χρησιμοποιούσαν δέρματα για την κάλυψη του σώματος. Είναι πιθανό, επίσης, να ασκούσαν πρωτόγονες θρησκευτικές πρακτικές – κυρίως ταφικές - κατά τις οποίες τα σώματα των νεκρών βάφονταν με ώχρα.

Το 70.000 ισχυρή έκρηξη ηφαιστείου στη λίμνη Τόμπα της Σουμάτρας προκάλεσε μεγάλη μείωση του πληθυσμού των ανθρώπων σε περίπου 8.000  άτομα, με αποτέλεσμα την ανάπτυξη μιας αρχέγονης γλώσσας κοινής για όλους τους ανθρώπους της εποχής εκείνης.
Το 50.000  εποχή μέγιστης εξάπλωσης του ταράνδου, παρουσιάστηκε η 2η μορφή του Homo Sapiens, ο «Άνθρωπος του Κρο-Μανιόν», με σύγχρονα χαρακτηριστικά, καθιερώθηκε η εξωγαμία και σχηματίστηκε η μητριαρχική κοινότητα του γένους, σημειώθηκε πρόοδος στην κοινωνική οργάνωση και την κατεργασία του λίθου (ακόντιο, λόγχη, τόξα, βέλη από λίθους, οστά, κέρατα και ξύλα) και διάδοση της ομιλίας και της φωτιάς, η κατοικία εξακολουθούσε σε σπηλιές και συνοικισμούς, υπήρχαν οργανωμένες δραστηριότητες κοινών κυνηγετικών αποστολών, ενδυμασίες από δέρμα ζώων και εφευρέθηκε η πρώτη μηχανική συσκευή για την εκτόξευση ράβδων (πρόδρομος του τόξου).

γ. Νεοπαλαιολιθική περίοδος (33.000-10.000)

Κατά την Νέα Παλαιολιθική περίοδο ο άνθρωπος του Νεάντερταλ εξαφανίστηκε και αντικαταστάθηκε από το δεύτερο τύπο του τρίτου ανθρώπινου είδους («Έμφρων Άνθρωπος» -  Homo sapiens), τον Άνθρωπο του Κρο-Μανιόν (Cro-Magnon, κοινό πρόγονο και των τριών σημερινών φυλών). Αργότερα (περίπου από το 25.000 π.Χ.) εμφανίστηκαν οι τρεις μορφές του τέταρτου ανθρώπινου είδους («Νοήμων Έμφρων Άνθρωπος» - Homo SapiensSapiens)  με πρώτο χρονολογικά τον Άνθρωπο Γκριμάλντι (Grimaldi, πρόγονο των σημερινών νέγρων), δεύτερο τον Άνθρωπο Τσανσελέϊντ (Chancelade, πρόγονο των σημερινών καυκάσιων) και τρίτο τον Άνθρωπο του άνω σπηλαίου του Πεκίνου (Peking upper cave man, πρόγονο των σημερινών μογγολοειδών). Προς το τέλος της νεοπαλαιολιθικής περιόδου αναπτύχθηκαν αρκετοί πολιτισμοί όπως ο Ωρινάκιος, ο Περιγόρδιος, ο Σολουτραίος και ο Μαγδαληναίος. Το κυνήγι είχε γίνει πλέον ομαδική ενασχόληση και εντατικοποιήθηκε η αλιεία, ενώ εμφανίστηκαν και οι πρώτες ενδείξεις για την ύπαρξη συστημάτων πίστης επικεντρωμένων στην μαγεία και το υπερφυσικό. Κατασκευάζονταν καλύβες, αντί για σπήλαια, ραμμένα ρούχα, αναπτύχθηκε η πρωτόγονη γλυπτική και ζωγραφική και χρησιμοποιούνταν λεπίδες οψιανού.

Οι άνθρωποι του Ωρινάκιου πολιτισμού πιθανώς μετανάστευσαν στην Ευρώπη έχοντας ήδη καλλιεργήσει τον πολιτισμό τους πρώτα στην Ασία. Τα λίθινα εργαλεία τους ήταν λεπτοδουλεμένα και χρησιμοποιούσαν οστά και ελεφαντοστό για τη δημιουργία περιδέραιων. Σε αυτή την περίοδο ανήκουν οι αποκαλούμενες «Αφροδίτες» (ειδώλια θηλυκών θεoτήτων με υπερτονισμένα τα γεννητικά όργανα) και τα περιγραφικά σχέδια σε τοίχους σπηλαίων.
Οι κυνηγοί του πολιτισμού της Σολουτραίας φάσης εισήλθαν στην Ευρώπη πιθανώς από την Ανατολή εκδιώκοντας ή υποτάσσοντας του Ωρινάκιους προκατόχους τους. Οι Σολουτραίοι κατασκεύαζαν εξαιρετικές αιχμές δοράτων σε σχήμα φύλλου δάφνης και ασχολούνταν με την εξημέρωση αλόγων.

Οι Σολουτραίοι όπως και οι Ωρινάκιοι αντικαταστάθηκαν μεταξύ 16.000 και 8.000 π.Χ. από τους Μαγδαληναίους. Κατά τη διάρκεια της Μαγδαληναίας Βαθμίδας, παρατηρείται εκλέπτυνση της κατεργασίας των λίθων (λεπίδες, γλυφίδες, ξέστρα, πριόνια, τρυπάνια), πρόοδος της κατεργασίας οστών και κεράτων (αιχμές και ραβδιά), εφεύρεση της βελόνας ραψίματος και ραφή ρούχων από κατεργασμένα δέρματα. Τα τεχνουργήματα της εποχής αυτής υποδεικνύουν αναπτυγμένες κοινωνίες αλιέων και κυνηγών, που χρησιμοποιούσαν ως εργαλεία μικρόλιθους, λεπτοδουλεμένους λίθους που φανερώνουν υψηλή τεχνική επεξεργασίας, καμάκια και βάρκες, ενώ το 30.000 π.Χ. εφευρέθηκε το τόξο και το βέλος.

Κορωνίδα της Μαγδαληναίας φάσης του ανθρώπινου πολιτισμού θεωρείται η ανάπτυξη της τέχνης (ήδη από το 35.000 π.Χ.) και ιδιαίτερα της ζωγραφικής των σπηλαίων και η μεγάλη ακμή της χαρακτικής (βραχογραφίες σπηλαίων Κομπαρέλλ, Φον ντε Γκομ, Αλταμίρα, Καστίλλο, Λωσσέλ, Λασκό). Παράλληλα αναπτύχθηκε η μικρογλυπτική με ειδώλια γυναικών, και δημιουργήθηκε το πρώτο γνωστό άγαλμα που παριστάνει ανθρωπόμορφο λιοντάρι στο σπήλαιο Hohlenstein-Stade. Το 29.000 π.Χ. δημιουργήθηκε το πρώτο κεραμικό που παριστάνει γυμνή γυναίκα στο σπήλαιο Dolní Věstonice στην Μοραβία της Τσεχίας.


1.2.2. Η Παλαιολιθική Εποχή στην Ελλάδα (750.000 - 6.900)


α. Τελική γεωμορφολογική διαμόρφωση του ελλαδικού χώρου

Όπως προαναφέρθηκε μέχρι το τέλος της Πλειόκαινης περιόδου (2.000.000 π.Χ). είχαν σε γενικές γραμμές οριστικοποιηθεί οι τεκτονικές αλλαγές που διαμόρφωσαν τη σημερινή ανάγλυφη όψη και τη μορφολογία της ελληνικής γης. Η τελική διαμόρφωσή της σε μικρότερη πλέον κλίμακα ολοκληρώθηκε κατά την Πλειστόκαινη Περίοδο (2.000.000 – 10.000). Σ’ αυτή την εποχή σημειώθηκαν νέες μικρής έκτασης γεωλογικές μεταμορφώσεις και γεωγραφικές διαφοροποιήσεις, με ανόδους και καθόδους της στάθμης των θαλασσών που επηρέαζαν τις ακτογραμμές και έντονες κλιματολογικές διακυμάνσεις ψυχρών ή θερμών εποχών. Είναι η εποχή των παγετώνων που, όπως προαναφέρθηκε, εμφανίστηκαν τέσσερις φορές στη Βόρεια Ευρώπη. Κατά τη διάρκεια της 2ης Παγετωνικής Περιόδου (480.000-410.000) το Αιγαίο και το Ιόνιο πέλαγος έχασαν τεράστιους υδάτινους όγκους και η στάθμη της θάλασσας κατέβηκε έως 200 μέτρα. Οι συνέπειες αυτής της μεταβολής της στάθμης ήταν σημαντικές, καθώς σχεδόν όλες οι Κυκλάδες βγήκαν σαν ενιαία μάζα ξηράς (Αιγαίο Βουνό) επάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, ενώ άλλα νησιά ανήκαν στη σημερινή ηπειρωτική χώρα ( Σποράδες, νησιά βόρειου και ανατολικού Αιγαίου). Η Κρήτη και η Πελοπόννησος επικοινωνούσαν με γέφυρα ξηράς δια μέσου των Κυθήρων και των Αντικυθήρων. Οι βόρειες Σποράδες είχαν ενωθεί με την Θεσσαλία. Ο Θερμαϊκός μόλις υπήρχε και η Θάσος όπως και η Χίος ήταν ενωμένες με την στεριά. Δεν υπήρχε ακόμα Παγασητικός, ούτε Ευβοϊκός ή Αμβρακικός κόλπος. Η Κέρκυρα ήταν ενωμένη με την Ήπειρο και η Εύβοια με την Αττική.

Μετά τη λήξη της 2ης Παγετωνικής Περιόδου (400.000), κατά τη διάρκεια της Παλαιολιθικής Εποχής, ο κορμός της ηπειρωτικής Ελλάδας καλυπτόταν από πυκνά δάση. Στον ελλαδικό χώρο ζούσε ο άνθρωπος του τύπου Νεάντερταλ, και άλλα είδη ζώων, όπως μαμούθ, άρκτος των σπηλαίων, ελέφαντας και νάνος ελέφαντας, ιπποπόταμος ο αρχαίος, ελαφοειδή, ιππίδες και βοοειδή. Κατά το διάστημα αυτό εξαφανίστηκαν εντελώς μερικές εσωτερικές λίμνες όπως της Μεγαλουπόλεως, του Ευρώτα, της Στερεάς Ελλάδος και της Θεσσαλίας. Αντιθέτως, ενοποιήθηκαν οι λίμνες στην περιοχή μεταξύ Κυκλάδων και βορείου Αιγαίου. Ωστόσο η νέα λίμνη που σχηματίστηκε δεν επικοινωνούσε ακόμα με το Κρητικό Πέλαγος. Αλλεπάλληλες καταβυθίσεις σημειώθηκαν στο ανατολικό τμήμα της Αιγηίδας. Η θάλασσα εισχώρησε στην αρχή από το στενό μεταξύ Κυθήρων και Κρήτης και ύστερα από το ευρύτερο βύθισμα μεταξύ Κρήτης και Δωδεκανήσου και το ρήγμα μεταξύ Καφηρέως - Άνδρου. Προέλασε προς τα Β.Α. και κατάκλυσε τις κοιλάδες του Ελλησπόντου και του Βοσπόρου, ακόμα και τη λεκάνη του Ευξείνου, σχηματίζοντας τη βόρεια και τη νότια λεκάνη του Αιγαίου. Ανάμεσα σ" αυτές τις δύο λεκάνες εκτεινόταν μία υποθαλάσσια οροσειρά. Οι κορυφές των βουνών της σχημάτισαν τα πολυάριθμα νησιά των Κυκλάδων.

Στο διάστημα αυτό η επιμέρους μορφολογία της ξηράς ακολούθησε και αυτή μια μικρής κλίμακας εξελικτική πορεία. Η αποσάθρωση των ορεινών όγκων από τα νερά της βροχής και τον άνεμο και οι μεταβολές της θερμοκρασίας και της υγρασίας άλλαξαν το ανάγλυφο του τόπου. Χαμήλωσαν οι οροσειρές και τα υλικά των αποσαθρώσεων μεταφέρθηκαν από τα ποτάμια και τους χείμαρρους στη θάλασσα ή σε κλειστές λεκάνες και πεδιάδες όπως της Θεσσαλίας και της Βοιωτίας. Με την διαδικασία αυτή δημιουργήθηκαν τα εύφορα εδάφη που έγιναν οι εστίες για την συγκέντρωση των πρώτων ανθρωπίνων ομάδων στον ελληνικό χώρο. Με τον τρόπο αυτό σχηματίστηκαν ο πηλός, η άργιλος, η άμμος, τα κροκαλοπαγή πετρώματα, ο ψαμμίτης, η γνώριμη ερυθρογή (κοκκινόχωμα) και πολλά ιζηματογενή πετρώματα.

β. Χαρακτηριστικά της Παλαιολιθικής Εποχής στην Ελλάδα

Η μεγάλη σε χρονική διάρκεια Παλαιολιθική Εποχή καλύπτει την γεωλογική περίοδο του Πλειστοκαίνου. Όπως προκύπτει από την επιστημονική μελέτη και ανάλυση των ευρημάτων στην Ελλάδα, είναι η αρχαιότερη και η μεγαλύτερη σε διάρκεια περίοδος στην εξέλιξη του πολιτισμού, ακολουθείται χρονικά από την Μεσολιθική Περίοδο (περίπου 10000-6900 π.Χ. για την Ελλάδα) και χωρίζεται συμβατικά σε τρεις περιόδους:







•           Αρχαία παλαιολιθική (-περίπου 750.000 -130.000 π.Χ)
•           Μέση παλαιολιθική (περίπου 130.000-25.000 π.Χ.)
•           Νέα παλαιολιθική (περίπου 25.000-10.000 π.Χ.)
Παρόλο που η έρευνα της παλαιολιθικής περιόδου άρχισε στην Ελλάδα μόλις τη δεκαετία του 1960, αρκετά αργά συγκριτικά με γειτονικές περιοχές, είναι σήμερα γνωστές περί τις 75 αρχαιολογικές θέσεις, διασπαρμένες σε όλη την ηπειρωτική Ελλάδα και τα νησιά, ενώ πολλές εντοπίζονται στην Ήπειρο. Οι περισσότερες παλαιολιθικές θέσεις είναι υπαίθριες ή σπηλαιώδεις κοντά σε λίμνες ή ποτάμια. Τα ευρήματα είναι κυρίως λίθινα εργαλεία και όπλα, μικρόλιθοι, λεπίδες και όστρεα, ενώ τα εργαλεία από οστά ή από πυριτόλιθο είναι σπανιότερα. Οι σκελετοί που έχουν βρεθεί  είναι λίγοι. Αξιοσημείωτη είναι η περίπτωση ταφής μιας γυναίκας αυτής της περιόδου, που βρέθηκε στο σπήλαιο Απήδημα της Μάνης, σε κοιλότητα του βράχου, σε συνεσταλμένη στάση, κτερισμένη με οστέινα εργαλεία. Αξιόλογα και άφθονα είναι τα λείψανα από την παλαιολιθική χλωρίδα και πανίδα της Ελλάδας, που βοηθούν να ανασυντεθεί το φυσικό περιβάλλον εκείνης της εποχής, που ήταν διαφορετικό από το σημερινό.

Σημαντικές παλαιολιθικές θέσεις είναι:

•το σπήλαιο των Πετραλώνων της Χαλκιδικής, που ανασκάφτηκε από τον ανθρωπολόγο Άρη Πουλιανό (1968-1981).
• tο σπήλαιο Ασπροχάλικο, κοντά στο χωριό Άγιος Γεώργιος Πρεβέζης, που ανασκάφτηκε από Άγγλους αρχαιολόγους (1962-1967, 1981).
•  το σπήλαιο Κλειδί, κοντά στο χωριό Κλειδωνιά Κονίτσης, που ανασκάφτηκε από Άγγλους αρχαιολόγους (1983-1986).
•το Κωρύκειο άντρο του Παρνασσού, που ανασκάφτηκε από Γάλλους αρχαιολόγους (1970-1971).
•  το σπήλαιο Απήδημα στη Αρεόπολη της Μάνης,
• το σπήλαιο Φράγχθι Αργολίδας, που ανασκάφτηκε από Αμερικανούς αρχαιολόγους (1967-1976).
• το σπήλαιο Θεόπετρας Νομού Τρικάλων, που ανασκάφτηκε από την αρχαιολόγο Νίνα Κυπαρίσση-Αποστολίκα (1987-2008)

Η χρονολόγηση των ευρημάτων της παλαιολιθικής περιόδου καθορίζεται με ραδιοχρονολογήσεις, όπου αυτό είναι δυνατό, ή έμμεσα με την χρονολόγηση των γεωλογικών στρωμάτων μέσα στα οποία βρέθηκαν τα ευρήματα.

Πολύ λίγα είναι γνωστά για τους παλαιολιθικούς κατοίκους της χώρας, πέρα από το ότι ήταν κυνηγοί και τροφοσυλλέκτες. Η τροφή τους, όπως φαίνεται από τα υπολείμματα, περιλάμβανε άγρια δημητριακά (κριθάρι, βρώμη), όσπρια (αρακάς, φακές), καρπούς (φιστίκια, αμύγδαλα), διάφορα ζώα της πλούσιας πανίδας (ελαφοειδή, λαγοί, αίγαγροι), πουλιά, ψάρια και όστρακα. Ήταν νομάδες, με εποχιακές μετακινήσεις και εκτός από τη χρήση σπηλαίων για προσωρινή κατοικία, δημιουργούσαν και υπαίθριους καταυλισμούς προσωρινού χαρακτήρα.

γ. Αρχαία παλαιολιθική εποχή (750.000-130.000)

Στην Ελλάδα κατοικούσαν άνθρωποι σε όλη τη διάρκεια της Παλαιολιθικής Εποχής που παρουσίασε και εδώ όλα τα γενικά χαρακτηριστικά και την εξέλιξη που αναφέρονται στην παράγραφο 4.1. Ευρήματα λίθινων εργαλείων στη λίμνη Κορισίων της Κέρκυρας χρονολογούνται από τα πρώτα χρόνια της Πλειστόκαινης Περιόδου, το 750.000 και ανήκαν στο πρώτο ανθρώπινο είδος, τον «Όρθιο Άνθρωπο» (Homo Erectus). Το αρχαιότερο εύρημα ανθρωπολογικού ενδιαφέροντος είναι ένα κρανίο και τμήματα ανθρώπινου σκελετού γυναίκας ηλικίας περίπου 25 χρόνων, του είδους «Νεάντερταλ», που βρέθηκε το 1960 στα Πετράλωνα της Χαλκιδικής και ανάγεται (με αναπόφευκτη επιφύλαξη για την ακρίβεια της χρονολόγησης) στην αρχαία παλαιολιθική περίοδο. Από το ίδιο σπήλαιο, που ανασκάφτηκε από τον ανθρωπολόγο Άρη Πουλιανό, προέρχεται και η αρχαιότερη μαρτυρία κατοίκησης του ελληνικού χώρου, που χρονολογείται από τον ανασκαφέα περίπου 700.000 χρόνια πριν από σήμερα. Προς το παρόν δεν υπάρχουν άλλου είδους ευρήματα από αυτήν την περίοδο, που θεωρείται ότι εκτείνεται χρονικά από την πρώτη εμφάνιση μαρτυριών ανθρώπινης δραστηριότητας μέχρι περίπου το 130.000 π.Χ.

δ. Μέση παλαιολιθική (130.000-25.000)

Η πρώτη κατοίκηση στον ελληνικό γεωγραφικό χώρο, που είναι βεβαιωμένη σαφώς, στην Ηλεία, την Ήπειρο και την Θεσσαλία, ανάγεται με βάση τα μέχρι σήμερα δεδομένα στην Μέση Παλαιολιθική περίοδο (περίπου 130,000-25,000 π.Χ.). Τα εργαλεία που έχουν βρεθεί από αυτή την περίοδο, κατατάσσονται στη Μουστέρια φάση και πολλά από αυτά κατασκευάστηκαν με την μέθοδο απόκρουσης Levallois.

Λίθινος χειροπέλεκυς, που εντοπίστηκε στη Σιάτιστα της Κοζάνης το 1963, χρονολογείται από το 100.000. Αποτυπώματα ανθρώπινων (παιδικών) πελμάτων του είδους «Άνθρωπος Έμφρων» (Homo Sapiens), καθώς και πολλά εργαλεία, κεραμικά, αγγεία, ειδώλια και τράπεζες προσφορών που βρέθηκαν στη Θεόπετρα Τρικάλων χρονολογούνται από το 44.330 Λιθοτεχνικά εργαλεία από ειδικές λεπίδες και απολεπίσματα βρέθηκαν επίσης σε σπήλαια στον Άγιο Γεώργιο Πρέβεζας (από το 37.000), στη θέση Κοκκινόσπηλος στον ποταμό Λούρο της Ηπείρου (33.000) και στο Σιδάρι της Κέρκυρας.

ε. Νέα παλαιολιθική (25.000-10.000)

Στην νεότερη παλαιολιθική περίοδο (περίπου 25000-10000 π.Χ.), συνεχίστηκε η κατοίκηση των θέσεων της μέσης παλαιολιθικής, αλλά δημιουργήθηκαν και νέες θέσεις σε όλη την Ελλάδα. Τα εργαλεία δείχνουν κάποια σχέση με τη γραβέττια φάση της δυτικής Ευρώπης. Η παρουσία στο Φράγχθι οψιανού από την Μήλο αποδεικνύει ότι είχε αναπτυχθεί η ναυτιλία, ήδη από την 11η χιλιετηρίδα π.Χ.. Επίσης από το Φράγχθι μαρτυρείται η ιστορικής σημασίας διαπίστωση κάποιας συνέχειας ανάμεσα στην νεότερη παλαιολιθική και την μεσολιθική περίοδο, που ακολουθεί. Η συνέχεια αυτή επιτρέπει τον ισχυρισμό ότι τουλάχιστον κάποιο μέρος του πληθυσμού της νεότερης παλαιολιθικής επιβίωσε μέχρι και την μεσολιθική περίοδο.

1.3. Μεσολιθική Εποχή (10.000 – 8.000)

 1.3.1. Γενικά χαρακτηριστικά της περιόδου


Ως Μεσολιθική Περίοδος ορίζεται η μεταβατική περίοδος ανάμεσα στην Παλαιολιθική και τη Νεολιθική, μετά το 10.000 π.Χ., όταν το κλίμα έγινε θερμότερο κατά την εκπνοή της τελευταίας Παγετώδους Περιόδου. Η αλλαγή αυτή είχε ως αποτέλεσμα την βαθμιαία εξημέρωση φυτών και ζώων και το σχηματισμό κοινοτήτων σε μόνιμες εγκαταστάσεις, σε διάφορες εποχές και τόπους. Η ποικιλία των τεχνικών κυνηγίου, αλιείας και τροφοσυλλογής πιθανολογείται ότι είναι το αποτέλεσμα της προσαρμογής των ανθρώπων στις βαθμιαίες κλιματικές αλλαγές που επέφερε η υποχώρηση των παγετώνων, η ανάπτυξη των δασών στην Ευρώπη και των ερήμων στη Β. Αφρική. Χαρακτηριστικές είναι οι εκτεταμένες αλιευτικές παραποτάμιες και παραλίμνιες εγκαταστάσεις, όπου αφθονούσαν τα ψάρια ως πηγή τροφής. Ο πληθυσμός της Γης ήταν περίπου 5.000.000 άνθρωποι που ζούσαν σε οργανωμένες ομάδες κυνηγών τροφοσυλλεκτών.

Στη δυτική Ευρώπη οι Μεσολιθικές κυνηγετικές κοινωνίες συνυπήρξαν χρονικά με τις καλλιεργητικές Νεολιθικές κοινωνίες της Ασίας. Σημειώθηκε εξάπλωση της νομαδικής ζωής με επίδοση στο κυνήγι και στην αλιεία, με χρήση κυρίως τόξου και βελών, τέχνη μικρολιθική με μικρόλιθους μικρότερους και περισσότερο επεξεργασμένους απ' ό,τι στην ύστερη παλαιολιθική περίοδο, προοδευτικός αφανισμός των μαμούθ  και άλλων μεγάλων ζώων και κατασκευή του πρώτου ξύλινου τρυπανιού και του πρώτου κωπήλατου ξύλινου πλοιαρίου (μονόξυλο).. Εμφανίστηκαν τα πρώτα σημάδια γραφής (έγχρωμα χαλίκια), οι άνθρωποι κατοικούσαν ακόμη σε σπηλιές και καθιερώθηκε η ταφή των νεκρών και η οικοσιτοποίηση του σκύλου στην Ασία. Η παρουσία ευρημάτων κεραμικής σε μεσολιθικούς οικισμούς ερμηνεύεται ως αποτέλεσμα επαφής με νεολιθικές κοινότητες.

Αρχαιότερος μεσολιθικός πολιτισμός στην Ευρώπη ήταν ο Αζιλαίος με επίκεντρο την περιοχή των Πυρηναίων και εξάπλωση στις περιοχές της σημερινής Ελβετίας, του Βελγίου και της Σκωτίας. Διάδοχός του θεωρείται οΤαρδενισιανός πολιτισμός, που απλώθηκε στις περισσότερες περιοχές της Ευρώπης. Στη συνέχεια αναπτύχθηκε ο Μαγκλεμοσιανός (Maglemosian) πολιτισμός στις περιοχές της Βαλτικής, που πήρε το όνομά του από περιοχή της Δανίας με προωθημένες τεχνικές στην κατασκευή χειροπελέκεων και οστέινων εργαλείων. Από περιοχή της Δανίας πήρε το όνομά του και ο πολιτισμός Ερτέμπολε (Ertebolle) που εκτείνεται χρονικά στο μεγαλύτερο τμήμα της νεότερης Μεσολιθικής. Ύστεροι πολιτισμοί της Μεσολιθικής, όπως ο Καμπινιανός (Campignian) και ο Αστούριος (Asturian), είναι πολύ πιθανό να είχαν επαφές με τις πρώιμες φάσεις ανάπτυξης της Νεολιθικής Περιόδου. Σε άλλες ηπείρους η Μεσολιθική Περίοδος εκπροσωπείται από τον Νατούφιο (Natufian) πολιτισμό στη Μέση Ανατολή, τον Βαντάριο (Badarian) και τον Γέρζειο (Gerzean) στην Αίγυπτο και τον Κάψιο (Capsian) στη Β. Αφρική. Ειδικότερα ο Νατούφιος πολιτισμός παρέχει τις πιο πρώιμες ενδείξεις μετάβασης από τον Μεσολιθικό στο Νεολιθικό τρόπο ζωής.

Το 9.000 έγινε οικοσιτοποίηση της γίδας και του πρόβατου και ταυτόχρονα εμφανίστηκαν τα πρώτα νεολιθικά στοιχεία στη Μέση Ανατολή (σημερινό Ιράκ). Το 8840  κατά την ονομαζόμενη Νατούφια Βαθμίδα στο Ισραήλ,κτίστηκε η Ιεριχώ πρώτη πόλη του κόσμου με έκταση 24.000 m2 και 2.000 κατοίκους που ζούσαν σε σπίτια φτιαγμένα με τούβλα από πηλό, άρχισε η καλλιέργεια του σίτου και για πρώτη φορά εγκαταλείφθηκε η νομαδική ζωή. Η οικοσιτοποίηση του βοδιού και του χοίρου σημειώθηκε στην Κίνα και την Μικρά Ασία 500 χρόνια αργότερα όταν εμφανίστηκαν και τα πρώτα σκυλιά στην Ευρώπη. Ενώ οι Μεσολιθικοί πολιτισμοί στην Ευρώπη διήρκεσαν σχεδόν μέχρι το 3.000 π.Χ. οι Νεολιθικές κοινότητες αναπτύχθηκαν στη Μέση Ανατολή ήδη μεταξύ του 9.000 και 6.000 π.Χ.

1.3.2. Η Μεσολιθική Εποχή στην Ελλάδα

Η έναρξη της Μεσολιθικής Εποχής (περίπου 10000-6900 π.Χ.), σηματοδοτεί την μετάβαση από την γεωλογική περίοδο του Πλειστοκαίνου, στην γεωλογική περίοδο του Ολοκαίνου. Η γεωλογική αυτή μεταβολή δεν συνέβη για τη Ελλάδα τόσο απότομα, ούτε συνοδεύτηκε από καταστροφές στο γεωφυσικό περιβάλλον όπως αλλού, με αποτέλεσμα και οι πολιτιστικές μεταβολές από την νεότερη παλαιολιθική στην μεσολιθική εποχή, να είναι λιγότερο έντονες και άρα λιγότερο αναγνωρίσιμες. Η περίοδος αυτή είναι ενδιάμεση ανάμεσα στην νεότερη παλαιολιθική (περίπου 130000-10000 π.Χ. για την Ελλάδα), και την νεολιθική περίοδο (περίπου 6900-2600 π.Χ. για την Ελλάδα). Για πολύ καιρό υπήρχαν αμφιβολίες για το αν ο ελληνικός γεωγραφικός χώρος ήταν κατοικημένος κατά την μεσολιθική περίοδο, οι οποίες διαλύθηκαν μετά την δημοσίευση (από το 1981 και μετά) των αποτελεσμάτων των ερευνών για το σπήλαιο Φράγχθι της Ερμιονίδας στην Αργολίδα, που ανασκάφτηκε από Αμερικανούς αρχαιολόγους (1967-1976). Άλλες γνωστές θέσεις της μεσολιθικής περιόδου είναι οι υπαίθριοι οικισμοί Σιδάρι στην Κέρκυρα και Μαγούλα Σαμάρι μέσα στην αποξηραμένη λίμνη Βοιβηίδα-Κάρλα στη Μαγνησία. Τα ευρήματα από αυτές τις αρχαιολογικές θέσεις  μαρτυρούν την συνεχή (εποχιακή) κατοίκησή της χώρας συνεχώς από το 25000 π.Χ. μέχρι και την νεολιθική εποχή.

1.3.3. Το σπήλαιο Φράγχθι Ερμιονίδας (20.000-3.000)  

Το σπήλαιο Φράγχθι είναι μία από τις σημαντικότερες προϊστορικές θέσεις του Ελληνικού χώρου. Ίσως πρωτοκατοικήθηκε από τον άνθρωπο του Νεάντερταλ, κατά την Μουστέρια περίοδο 40.000 χρόνια π.Χ., και σίγουρα από τον Έμφρονα Άνθρωπο (Homo sapiens) την περίοδο μετά το 30.000 π.Χ. Υπάρχουν ενδείξεις ότι το σπήλαιο στέγαζε κατοίκους συνεχώς από το 20.000 μέχρι το 3.000 π.Χ. οπότε γκρεμίστηκε. Την εποχή που οι πρώτοι κυνηγοί βρήκαν καταφύγιο στη σπηλιά το τοπίο ήταν διαφορετικό. Οι θάλασσες είχαν μαζευτεί αφήνοντας χώρο στην ξηρά. Η θάλασσα ήταν 6-8 χιλιόμετρα μακρύτερα από τη σημερινή της θέση και μεγάλες πεδιάδες απλώνονταν μπροστά στην είσοδο του σπηλαίου. Σήμερα η είσοδος είναι 12,5 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας και σε απόσταση 50 μέτρων. Τότε το σπήλαιο δέσποζε σε μια μεγάλη πεδιάδα που έφτανε μέχρι τις Σπέτσες και την Σπετσοπούλα. Από την πρώιμη περίοδο κατοίκησης του βρέθηκαν υπολείμματα από ελάφια, βίσωνες, αλεπούδες, άγριους γαϊδάρους, λαγούς και εργαλεία από πυριτόλιθο και σχιστόλιθο.

Καθώς το κλίμα βελτιωνόταν και πλούσια δάση γέμιζαν τον τόπο, οι κυνηγοί που το χρησιμοποιούσαν δεν ήταν περιστασιακοί κάτοικοι της σπηλιάς αλλά όλο και περισσότερο μόνιμοι. Το σπήλαιο έφτασε στην ακμή του στην Μέση Νεολιθική Περίοδο (5.000-4.500 π.Χ.) και την ύστερη Νεολιθική που ακολουθεί για τα επόμενα 500 χρόνια. Από αυτήν την περίοδο βρέθηκε οψιδιανός, ένα πέτρωμα που υπάρχει μόνο στην Μήλο 80 μίλια μακριά που υποδηλώνει εξοικείωση του πληθυσμού με τις θαλάσσιες μεταφορές ήδη από την 11η χιλιετία π΄Χ.. Ο οψιδιανός εξόρισε τα προηγούμενα εργαλεία από σχιστόλιθο και έδωσε την δυνατότητα να φτιαχτούν πολύ καλύτερα με μεγαλύτερη αντοχή..

Στην ακμή του, το 4.000 π.Χ., το σπήλαιο έφτασε τους 150 κατοίκους και ο οικισμός εξαπλώθηκε και έξω από την είσοδο. Αυτή τη περίοδο στην τροφή προστέθηκαν γιγάντια ψάρια, φακές που συλλέγονταν με δρεπάνι από πυριτόλιθο, θαλασσινά όστρακα και προς το τέλος της περιόδου διαπιστώθηκε καλλιέργεια της γης και οικόσιτα ζώα. Οι κάτοικοι δεν ήταν πια μόνο συλλέκτες και κυνηγοί, αλλά και παραγωγοί. Όλα τα πήλινα θραύσματα της Νεολιθικής εποχής είναι εσωτερικά μαύρα και εξωτερικά καφέ, δοχεία (κούπες) χωρίς βάσεις και χερούλια η κάποια διακοσμητικά με επίπεδα χείλη. Βρέθηκαν ακόμα γυναικεία ειδώλια (της νεώτερης νεολιθικής εποχής) αγαλματίδια, χάντρες, κοσμήματα και κατεργασμένα όστρακα, πολλά εργαλεία και οστά ζώων (κυρίως ελαφιών και ψαριών). Οι εγκαταστάσεις δεν ήταν μόνιμες και ο πληθυσμός περιλάμβανε εποχιακά μετακινούμενους κυνηγούς και τροφοσυλλέκτες. Το ψάρεμα έπαιζε σημαντικό ρόλο για τη διατροφή, μαζί με τη συλλογή άγριων καρπών και το κυνήγι. Η μαρτυρούμενη συνεχής κατοίκηση του σπηλαίου από την παλαιολιθική μέχρι την νεολιθική περίοδο, επιτρέπει την εικασία ότι τουλάχιστον ένα μέρος από τον παλαιολιθικό πληθυσμό του ελληνικού χώρου επιβίωσε μέχρι και την νεολιθική περίοδο. Όλα τα ευρήματα βρίσκονται στο αρχαιολογικό μουσείο Ναυπλίου.

Όμως η πιο σημαντική ανακάλυψη στο σπήλαιο Φράγχθι είναι ο αρχαιότερος πλήρης ανθρώπινος σκελετός στην Ελλάδα, που χρονολογείται από το 7.592 π.Χ. Ήταν άντρας 25 χρονών του είδους Homo Sapiens με ύψος 1,58 που δέχτηκε ισχυρό χτύπημα στο κεφάλι. Πάνω από τον νεκρό είχαν τοποθετηθεί πέτρες αλλά δεν βρέθηκαν κοσμήματα η αφιερώματα. Είχε τα πόδια λυγισμένα και τα χέρια στο στήθος στην στάση του εμβρύου. Ήταν θαμμένος με το κεφάλι νότια και τα πόδια στο βορά. Βρέθηκαν ακόμα σκελετοί δυο παιδιών με αντίστροφο προσανατολισμό και λείψανα από άλλους βραχύσωμους άνδρες και γυναίκες με αναιμία και αρθριτικές παραμορφώσεις.
Οι ανασκαφές έχουν γίνει μόνο στο μπροστινό χώρο του σπηλαίου σε επιφάνεια 700 τ.μ. Το υπόλοιπο είναι καταπλακωμένο από την οροφή και ίσως κρύβει σημαντικές πληροφορίες. Τις ανασκαφές έχουν κάνει τα πανεπιστήμια της Ιντιάνα και της Πενσυλβανίας την περίοδο 1967-1976 με επικεφαλής τον καθηγητή Thomas Jacobsen.


1.4. Νεολιθική Εποχή


Η Ολόκαινη Μεταπαγετώδης Περίοδος, που καλύπτει χρονολογικά τη Μεσολιθική, τη Νεολιθική, τη Χάλκινη και τη Σιδηρά εποχή, αρχίζει περί το 10.000 με το λιώσιμο των πάγων της 4ης Παγετωνικής Περιόδου και διαρκεί μέχρι τις μέρες μας. Η Νεολιθική Περίοδος, που χαρακτηρίζεται από την καλλιέργεια της γης σε μόνιμες εγκαταστάσεις και την εξημέρωση και χρήση ζώων (όπως πρόβατα, χοίροι και βόδια), συμπίπτει χρονικά με το μεσαίο μέρος της Ολόκαινης γεωλογικής περιόδου (8.000 – 5.000) και συνήθως διακρίνεται από την Μεσολιθική Περίοδο (10.000 – 8.000) που τοποθετείται στο πρώτο μέρος του Ολόκαινου.

1.4.1. Γενικά χαρακτηριστικά της περιόδου 8.000 – 5.000

Η Νεολιθική Περίοδος άρχισε από το 9.000 π.Χ. στη Δυτ. Ασία και το 5.500 π.Χ. στην Κεντρική Ευρώπη, ενώ οι πρωιμότεροι οικισμοί στην Ελλάδα χρονολογούνται από το 6.900 π.Χ.. Μεθοδολογικά κριτήρια για την αναγνώριση του νεολιθικού τρόπου ζωής, σε σύγκριση με τους προηγούμενους, είναι η ύπαρξη ανά περιοχή τριπτών ή λειασμένων λίθινων εργαλείων (μυλόπετρες, πελέκεις), που δεν υπήρχαν στις προηγούμενες περιόδους, και η εμφάνιση του τροφοπαραγωγικού "σταδίου", παράλληλα με τη μόνιμη εγκατάσταση και τη χρήση της κεραμικής, που οι άνθρωποι υιοθετούσαν κατά περίπτωση και ανάλογα με τις παραδόσεις στις οποίες ζούσαν μέχρι τότε.

α. Κοινωνική οργάνωση

Το βασικό επίπεδο κοινωνικής οργάνωσης κατά τη Νεολιθική Περίοδο φαίνεται πως ήταν η κοινότητα. Οι περισσότεροι οικισμοί είχαν αρκετά σαφή όρια, για να θεωρούνται αυτόνομες μονάδες, ήταν δηλαδή αρκετά μεγάλοι ώστε να μπορούν να επιβιώνουν οικονομικά, περιλαμβάνοντας αρκετούς ανθρώπους, που μπορούσαν να αντεπεξέρχονται στις περιόδους ανάγκης, όπως ο θερισμός, και να συντηρούν βιώσιμα κοπάδια. Για την οργάνωση των σχέσεων εντός των οικισμών υπήρχαν διαφορές ανά περιοχή. Στο Τσατάλ Χουγιούκ (Çatal Ηüyük) για παράδειγμα τα σπίτια ήταν κολλημένα το ένα με το άλλο σε ομάδες και φαίνεται ότι μεγάλο ρόλο έπαιζαν οι "γειτονιές". Στην κεντρική Ευρώπη υπήρχαν μεγάλα κτίσματα, απομονωμένα το ένα από το άλλο. Στην Ελλάδα μετά το 5.000 π.Χ. εμφανίστηκαν οικισμοί στους οποίους το κεντρικό σημείο καταλάβανε ένα μεγάλο κτίσμα, ενώ γύρω τους αναπτύσσονταν μικρότερα κτίσματα σε περιβόλους (π.χ. Διμήνι και Σέσκλο στη Θεσσαλία).

β. Εξημέρωση των ζώων και των φυτών

Κατά τη διάρκεια της Νεολιθικής Περιόδου η διατροφή βασιζόταν όλο και περισσότερο σε ζώα και φυτά των οποίων την ανάπτυξη έλεγχαν οι άνθρωποι (μέσω σταβλισμού των κοπαδιών και καλλιέργειας της γης), με τρόπο που είχε επίπτωση και στη φυσιολογία των ζώων και των φυτών. Η εξημέρωση των ζώων και των φυτών ήταν σταδιακή ανάλογα με τις τοπικές διεργασίες και συνδέεται με τη μόνιμη εγκατάσταση, αν και φαίνεται πως δεν υπάρχει απόλυτη σχέση μεταξύ των δύο φαινομένων.

γ. Τεχνολογία

Η τεχνολογία κατασκευής τριπτών και λειασμένων εργαλείων, δεν ήταν απολύτως καινούρια, καθώς χρησιμοποιούταν ήδη στην κατασκευή οστέινων εργαλείων. Κατά τη Νεολιθική Εποχή όμως η τεχνική αυτή επεκτάθηκε στα λίθινα εργαλεία και έγινε βασικό στοιχείο της ζωής των κατοίκων, εφόσον τα εργαλεία αυτά χρησιμοποιούνταν σε πολλές εργασίες (κόψιμο, ξύσιμο, άλεσμα). Η ίδια τεχνική χαρακτηρίζει σε μεγάλο βαθμό και την κατασκευή "κοσμημάτων" από λίθο ή από όστρεο. Το ίδιο σημαντικά ήταν τα εργαλεία από απολεπισμένο λίθο (κυρίως λεπίδες και φολίδες) που χρησιμοποιούνταν σε ποικίλες επίσης εργασίες (κόψιμο, ξύσιμο, κυνήγι). Η τεχνική που έχει σχεδόν ταυτιστεί με τη Νεολιθική Εποχή είναι η κατεργασία του πηλού σε ποικίλες εκφάνσεις: κεραμική, ειδώλια, αλλά και κτίσματα και κατασκευές από πηλό (π.χ. φούρνοι). Είναι αξιοσημείωτο ότι και στη Νεολιθική Εποχή γινόταν μικρή χρήση του χαλκού, κυρίως όμως λαξευτού και όχι χυτού.

δ. Σημαντικά γεγονότα της εποχής

Στην περίοδο 8000-5000 άρχισε η λείανση των λίθινων αντικειμένων με μακρόχρονη τριβή σε άλλο αδρό λίθο, το λειαντήρα, και με παρεμβολή άμμου και νερού. Η τροφοσυλλεκτική οικονομία συνυπήρχε με την επίδοση στη γεωργία και κτηνοτροφία και οι εγκαταστάσεις σε χωριά και πόλεις ήταν ομαδικές, ενώ διαδόθηκε η χρήση πλήρως κατεργασμένων και λειασμένων λίθινων όπλων και εργαλείων και σημειώθηκε ανάπτυξη της αγγειοπλαστικής και κεραμικής τέχνης, εφεύρεση του τρόπου ύφανσης του μαλλιού και παρασκευής του ψωμιού με προοδευτική ανάπτυξη πρωτόγονης ιερατικής τάξης. Πρώτη εμφάνιση της αξίνας, προδρόμου του λειασμένου πελεκιού καθώς και η χρήση μαγειρείου παρατηρήθηκε από το 7800 κατά τη διάρκεια της λεγόμενης Καμπίνιας Βαθμίδας, ενώ το 7.640  πιθανή πρόσκρουση του κομήτη Tollmann στη Γη προκάλεσε παγκόσμιο κατακλυσμό.

Στην περίοδο 6.840-6.700 τα στρογγυλά καλύβια αντικαταστάθηκαν με ορθογώνια πλινθόκτιστα σπίτια με πολλά δωμάτια γύρω από μια αυλή και έγινε οικοσιτοποίηση της αγελάδας στη Μέση Ανατολή. Από το 5.600  άρχισε η ερημοποίηση της Βόρειας Αφρικής και η δημιουργία της Σαχάρας, που προκάλεσε μετακίνηση πληθυσμών ανατολικά με αποτέλεσμα τη δημιουργία του Αιγυπτιακού πολιτισμού. Την ίδια χρονιά σημειώθηκε πλημμύρα και αύξηση επιφανείας του Εύξεινου Πόντου με αρμυρό νερό.

ε. Η Ιεριχώ (8.000) και το Τσατάλ Χουγιούκ (6.500-5.650 π.Χ.)

Η Ιεριχώ, στις όχθες του ποταμού Ιορδάνη, στο σημείο όπου εκβάλλει στη λίμνη Τιβεριάδα, είναι η αρχαιότερη πόλη του κόσμου, που χρονολογείται από την εποχή του Νατούφιου Πολιτισμού στην εγγύς Ανατολή. Ήδη από το 10.000 π.Χ. μια ομάδα κυνηγών, προσελκυσμένη από την εξασφαλισμένη παρουσία νερού και τροφής, εγκαταστάθηκε στην περιοχή, όπου μέχρι το 8.500 π.Χ. οι πρώτοι αυτοί οικιστές είχαν ήδη δημιουργήσει ένα χωριό και άρχισαν να καλλιεργούν τη γη, αρχικά με σιτάρι, χωρίς ίχνη κεραμικής. Έθαβαν τους νεκρούς τους κάτω από το δάπεδο των σπιτιών τους, που είχαν σχήμα ημισφαιρικής καλύβας, χτισμένης με λασπότουβλα, με μία πόρτα εισόδου, προστατευμένη από μία χαμηλή σήραγγα και με ένα μικρό άνοιγμα-φεγγίτη στην οροφή. Όσο περνούσε ο καιρός η ζωή βελτιωνόταν και το χωριό εξελίχθηκε σε πόλη, 2.000 κατοίκων με έκταση 24.000 τετραγωνικών μέτρων, που οχυρώθηκε με πέτρινα τείχη και τάφρο στον περίγυρό της. Παράλληλα αναπτύχθηκε το εμπόριο, καθώς οι κάτοικοι της πόλης αντάλλασσαν τοπικά προϊόντα, όπως αλάτι και άσφαλτο με οψιδιανό λίθο από την Μ.Ασία, όστρακα από την Ερυθρά Θάλασσα και κάλαϊ λίθο από το Σινά. Μετά το 7.000 π.Χ. τα στρογγυλά σπίτια αντικαταστάθηκαν από τετράγωνα, ίσως μετά από κατάκτηση της Ιεριχούς από νεοφερμένους κατοίκους.

Στο Τσατάλ Χουγιούκ της Ανατολίας αναπτύχθηκε λίγο αργότερα (6.500-5.650 π.Χ.) ο μεγαλύτερος σε έκταση γνωστός νεολιθικός οικισμός. Τα σπίτια ήταν πλινθόκτιστα μονώροφα ορθογώνια με μικρούς φεγγίτες για αερισμό και είσοδο από μία μικρή ανθρωποθυρίδα στην οροφή, όπου οι ένοικοι ανέβαιναν με ανεμόσκαλα, που την μάζευαν μέσα στο σπίτι, ώστε η πρόσβαση σ’ αυτό να είναι δύσκολη για τους εχθρούς. Τα σπίτια είχαν μόνο ένα δωμάτιο με περιμετρικά εντοιχισμένα κρεβάτια και δάπεδο καλυμμένο από υφαντές ψάθες. Οι κάτοικοι χρησιμοποιούσαν οψιδιανό λίθο (ηφαιστειακό γυαλί) για κατασκευή σπαθιών και καθρεπτών, που αντάλλασσαν με πυρόλιθους και όστρακα από άλλες περιοχές. Η θρησκεία τους περιλάμβανε ένα θεό, του οποίου ιερό ζώο ήταν ο ταύρος και μία θεά που εικονίζεται ως κόρη, μητέρα και ηλικιωμένη γυναίκα. Λατρευτικοί χώροι που βρέθηκαν στην περιοχή, με τοίχους βαμμένους με έντονα χρώματα και διακοσμημένους με παραστάσεις, δείχνουν ότι διεξάγονταν διάφορες τελετουργίες από  ιέρειες με αμφίεση γύπα  και χρήση κρανίων νεκρών ανθρώπων που αφιερώνονταν στο θεοποιημένο ταύρο.


1.4.2. Η Νεολιθική Εποχή στην Ελλάδα (6900 – 3315)


Η Νεολιθική Περίοδος ήταν και στην Ελλάδα ενδιάμεση ανάμεσα στην Μεσολιθική Περίοδο (περίπου 10000-6900 π.Χ.) και την εποχή του Χαλκού (περίπου 3315-1100 π.Χ. για την Ελλάδα). Το λιώσιμο των πάγων της 4ηςπαγετωνικής περιόδου και η συνακόλουθη άνοδος της στάθμης της θάλασσας (περί το 10.000) είναι πιθανό να έχει σχέση με τον αναφερόμενο στους ελληνικούς μύθους Κατακλυσμό του Ωγύγιου (ή Ωγύγη, πανάρχαιου βασιλιά της Αττικοβοιωτίας, που σύμφωνα με χρονολόγηση βάσει των μύθων έζησε περί το 1769) του οποίου το όνομα σημαίνει παμπάλαιος, πανάρχαιος, προαιώνιος (<ω = λίαν + γάϊος [γαία] > γάγιος > γύγιος), ενώ στους εβραϊκούς μύθους είναι γνωστός ως Κατακλυσμός του Νώε, του οποίου το όνομα κατά πιθανή ετυμολογία έχει σχέση με τη λέξη «νους» (= έμφρων άνθρωπος <νοεί <νόε <νόος <νόμος <νέμω = μοιράζω) ή με το δυϊκό αριθμό της προσωπικής αντωνυμίας «εγώ» (<δυϊκός αριθμός "νωί" από το εμού - εμοί με μετατροπή του μ σε ν = εμείς οι δύο). Σε εποχή που ζούσαν ήδη άνθρωποι στον ελλαδικό χώρο, η θαλάσσια στάθμη ανυψώθηκε κατά τουλάχιστον 30 - 100 μέτραστα σημερινά σχεδόν επίπεδα, οπότε τα πλεονάζοντα νερά της Μεσογείου εισχώρησαν στα εδάφη της Αιγηίδας, ακολούθησαν μικρής κλίμακας καθιζήσεις και οι ελληνικές ακτογραμμές πήραν περίπου τη σημερινή μορφή τους. Το Αιγαίο απόκτησε θερμές κλιματολογικές συνθήκες, ευνοϊκές για μόνιμη εγκατάσταση, αλλά δεν έλειψαν και σεισμικά φαινόμενα, που σημειώθηκαν κατά τις τελευταίες χιλιετίες. Ένας δεύτερος κατακλυσμός πιθανώς προκλήθηκε περί το 7.640 π.Χ. με την πρόσκρουση του πρώτου κομήτη Tollman στη Γη. Αυτός ήταν ίσως ο αναφερόμενος στους μύθους Κατακλυσμός του Δευκαλίωνα, που συνοδεύτηκε από διάνοιξη της Κοιλάδας των Τεμπών και τελική εκροή της Θεσσαλικής λίμνης στο Αιγαίο, που άφησε ως υπόλειμμα τον ποταμό Πηνειό). Ο τρίτος αναφερόμενος στους μύθους Κατακλυσμός του Δαρδάνου, που ίσως οφείλεται στην πρόσκρουση του δεύτερου κομήτη Tollman στη Γη, περί το 3.150 π.Χ. προκάλεσε αύξηση της επιφανείας του Εύξεινου Πόντου με αρμυρό νερό συνοδεύτηκε από διάνοιξη του Ελλησπόντου και του Βοσπόρου.

Ο Νεολιθικός τρόπος διαβίωσης, που βασίζεται στη γεωργική και κτηνοτροφική οικονομία σε μόνιμες εγκαταστάσεις διαδόθηκε στο γεωγραφικό χώρο της Ελλάδας από τη Μέση Ανατολή, περισσότερο με επικοινωνία παρά με πρόσθετες εποικήσεις. Για λόγους καθαρά πρακτικούς η μελέτη της νεολιθικής περιόδου χωρίζεται, με βάση τα αρχαιολογικά ευρήματα, σε τρεις υποπεριόδους χωρίς σαφή όρια μεταξύ τους (συμβατική χρονολόγηση):

•           Αρχαία νεολιθική (περίπου 6900 - 5600 π.Χ.)
•           Μέση νεολιθική (περίπου 5600 - 4800 π.Χ.)
•           Νέα νεολιθική (περίπου 4800 - 3315 π.Χ.)

Ο εντοπισμός μιας Ακεραμικής ή Προκεραμικής φάσης (υποθετικά 6900-6600) αποτελούσε προτεραιότητα της έρευνας κατά τη δεκαετία του 1960 και του 1970. Από νεότερες έρευνες όμως προέκυψε ότι τα στρώματα αυτά περιείχαν κεραμική, η οποία αρχικά θεωρήθηκε εσφαλμένα από τους ανασκαφείς ότι είχε παρεισφρήσει από ανώτερα στρώματα.

α. Αρχαία νεολιθική περίοδος (6900-5600)

Μόνιμοι οικισμοί της Αρχαίας Νεολιθικής Εποχής χρονολογούνται από το 6.900  στην Άργισσα και στο Σέσκλο της Μαγνησίας. Οι κατοικίες ήταν ξύλινες, με ορύγματα και σκαμμένα δάπεδα. Τα εργαλεία ήταν ξύλινα με λεπίδες πυρίτη ή οψιανού. Οι άνθρωποι ασχολούνταν με τη γεωργία, την κτηνοτροφία και το ψάρεμα, ενώ παράλληλα άρχισε να αναπτύσσεται η ναυτιλία και εξημερώθηκε ο σκύλος. Την ίδια περίοδο τροφοπαραγωγική οικονομία είχε αναπτυχθεί και στο Αιγαίο. Καθώς δεν έχουν βρεθεί στην Ελλάδα άγριοι πρόγονοι των εξημερωμένων ζώων που συντηρούσαν κατά τη Νεολιθική Περίοδο, θεωρείται ότι εισάχθηκαν στην Ελλάδα από την Μέση Ανατολή. Το ίδιο πιστεύεται και για τα φυτά, αν και έχουν βρεθεί άγριοι πρόγονοι κάποιων σιτηρών στη βόρεια Ελλάδα. Οι διαδικασίες μέσω των οποίων υιοθετήθηκαν ή μεταφέρθηκαν τα είδη αυτά στην Ελλάδα δεν είναι πλήρως κατανοητές ακόμη, είναι όμως πιθανό να προέκυψαν από μετανάστευση ανθρώπων ή ιδεών από τη Μέση Ανατολή. Τα βασικότερα έμβια είδη που εξημερώθηκαν είναι:

•           Ζώα: πρόβατο,             αίγα, γουρούνι,            βόδι
•           Φυτά: κριθάρι,             σιτάρι, βρώμη,             διάφορα όσπρια.

Η αρχιτεκτονική της περιόδου παρουσίαζε διαφορές κατά περιοχές. Στη Θεσσαλία τα κτίσματα ήταν συχνά ορθογώνια με λίθινα θεμέλια και πλίνθινη ανωδομή, αν και υπήρχαν και πασσαλόπηκτα ορθογώνια κτίσματα, με πασσάλους μπηγμένους στο έδαφος και πλεκτά κλαδιά ή καλάμια τα οποία επαλείφονταν με πηλό. Στη Μακεδονία τα πασσαλόπηκτα κτίσματα ήταν πιο συχνά.
Τα μονόχρωμα αγγεία ήταν τα συνηθέστερα σε όλη την αρχαιότερη νεολιθική περίοδο με παρόμοια σχήματα αγγείων σε όλες τις περιοχές. Υπήρχαν και διακοσμημένα αγγεία (λιγότερα από 10% του συνόλου της κεραμικής), τα οποία παρουσιάζουν παραλλαγές κατά περιοχή (διακόσμηση γραπτή, πλαστική, εμπίεστη και εγχάρακτη). Άλλα αντικείμενα της περιόδου είναι τα λίθινα απολεπισμένα και τριπτά εργαλεία, τα οστέινα εργαλεία, τα ειδώλια και τα κοσμήματα.
Σημαντικές θέσεις εγκατάστασης ανθρώπων είναι οι εξής:

- Μακεδονία: Δισπηλιό Καστοριάς, Αυγή Καστοριάς, Νέα Νικομήδεια, Σέρβια-Βαρυτιμίδης.
- Θεσσαλία: Σέσκλο, Άργισσα,             Αχίλλειο, Μαγουλίτσα,             Γεντίκι, Οτζάκι Μαγούλα, Σουφλί, Νεσσωνίς, Πύρασος, Πρόδρομος, Θεόπετρα.
- Στερεά Ελλάδα: Νέα Μάκρη.
- Πελοπόννησος: Λέρνα, Νεμέα, σπήλαιο Φράγχθι.
- Κρήτη: Κνωσός.

Από το 6.000 χρονολογούνται 24 καταυλισμοί στη λίμνη Βεγορίτιδα μεταξύ Κοζάνης και Φλώρινας. Οι οικισμοί έμοιαζαν με μικρά χωριά, οι κάτοικοι συνέχιζαν τις ασχολίες τους με τη γεωργία και την κτηνοτροφία, ενώ η κεραμική πήρε για πρώτη φορά τελειότερη μορφή. Τα αρχαιότερα δείγματα κεραμικής αυτού του είδους χρονολογούνται από το 6.218 και βρέθηκαν στη Νέα Νικομήδεια ανάμεσα στους ποταμούς Αξιό και Αλιάκμονα.

β. Μέση νεολιθική περίοδος (5600-4800)

Η μέση νεολιθική περίοδος διακρίνεται βάσει της διαφορετικής κεραμικής, χωρίς άλλη ουσιαστική μεταβολή. Αλλά και η κεραμική συνεχίστηκε χωρίς μεγάλες διαφορές σε σχέση με την αρχαία νεολιθική. Στη Θεσσαλία αυξήθηκαν τα ερυθρά στιλβωμένα αγγεία και τα διακοσμητικά μοτίβα άλλαξαν. Η διακοσμημένη κεραμική παρέμεινε όμως μικρό ποσοστό του συνόλου. Στη Μακεδονία οι θέσεις της Μέσης Νεολιθικής είναι λίγες και δείχνουν στοιχεία όμοια με της Θεσσαλίας. Στην Πελοπόννησο οι αναλογίες άβαφης και διακοσμημένης κεραμικής είναι παρόμοια. Από την εποχή αυτή χρονολογούνται τα νεολιθικά αγγεία με εξαιρετικό στίλβωμα και διακόσμηση.
Στην αρχιτεκτονική των κατοικιών δεν σημειώθηκαν σημαντικές αλλαγές. Φαίνεται ότι στην περίοδο αυτή κάποιοι μακρόβιοι οικισμοί είχαν αρχίσει να λαμβάνουν τη μορφή γηλόφου (μαγούλα στη Θεσσαλία, τούμπα στη Μακεδονία), στοιχείο που δείχνει ότι οι ίδιοι οι κάτοικοι αυτών των οικισμών αντιλαμβάνονταν τη μορφή του οικισμού ως ένδειξη συνέχειας στον τόπο.

Σημαντικές θέσεις εγκατάστασης της περιόδου είναι οι εξής:

- Μακεδονία: Σέρβια, Παλιάμπελα Κολινδρού.
- Θεσσαλία: Σέσκλο, Τσαγγλί Μαγούλα, Οτζάκι Μαγούλα, Τζάνη, Μαγούλα Ζερέλια, Θεόπετρα.
- Στερεά Ελλάδα: Νέα Μάκρη,             Λιανοκλάδι, Χαιρώνεια, Ορχομενός, Ελάτεια  .
- Πελοπόννησος: Λέρνα, σπήλαιο Φράγχθι,
- Κρήτη: Κνωσός.

Στη διάρκεια της Μέσης Νεολιθικής Εποχής το Σέσκλο της Μαγνησίας αναπτύχθηκε σε μεγάλο κέντρο που δέσποζε σε όλη την περιοχή μέχρι το Σπερχειό ποταμό προς Νότο και μέχρι τον Αλιάκμονα προς Βορά. Ο κύριος οικισμός του Σέσκλου είχε έκταση 100 στρέμματα, με κύριο χαρακτηριστικό τους στενούς παράλληλους δρόμους, με οικήματα τετράπλευρα και ορθογώνια, ενός ή δύο δωματίων. Στο ακραίο τμήμα του οικισμού υπήρχε η οχυρωμένη ακρόπολη και η κατοικία του ηγεμόνα. Ο οικισμός του Σέσκλου είναι επιπλέον σημαντικός, γιατί ένα τμήμα του είχε τη μορφή μαγούλας, ενώ το υπόλοιπο εκτεινόταν γύρω από τη μαγούλα σε ένα επίπεδο. Είχε δηλαδή τα χαρακτηριστικά εκτεταμένου οικισμού, που δημιουργήθηκε από τη μετατόπιση των κτισμάτων στο χώρο, σε αντίθεση με τους γηλόφους που δημιουργήθηκαν επειδή τα κτίσματα κτίζονταν το ένα πάνω στα ερείπια του άλλου. Στη Νέα Νικομήδεια τα οικήματα αυτής της περιόδου ήταν ευρύχωρα με τοίχους από πηλό και τετράγωνη κάτοψη. Στη Λέρνη και το Φράγχθι της Πελοποννήσου αφθονούσε η κεραμική με στιλπνό βερνίκι και στην κεντρική Ελλάδα (Ελάτεια) δημιουργήθηκαν οι παλαιότεροι νεολιθικοί οικισμοί της περιοχής, ενώ από το 5520  χρονολογούνται και οι πρώτες νεκρικές ιεροτελεστίες και καύσεις νεκρών. Οι υπόλοιποι οικισμοί που είχαν δημιουργηθεί την προηγούμενη περίοδο εξακολουθούσαν να ακμάζουν μέχρι το τέλος αυτής της περιόδου, που γενικότερα χαρακτηρίζεται από εγκατάλειψη και ερήμωση Στη Μακεδονία ο καλύτερα σωζόμενος οικισμός της Μέσης Νεολιθικής είναι τα Σέρβια Κοζάνης. Στην Πελοπόννησο και στη Στερεά Ελλάδα δεν έχουν βρεθεί καλά σωζόμενα αρχιτεκτονικά σύνολα.

γ. Νέα νεολιθική περίοδος (4800-3315)

Η Νεότερη Νεολιθική Εποχή ήταν ουσιαστικά ένα καινούριο ξεκίνημα για τον Ελληνικό χώρο. Οι νέες θέσεις εγκατάστασης (με μορφή εκτεταμένου οικισμού ή γήλοφου) δημιουργήθηκαν στην Ανατολική Μακεδονία στις περιοχές Σιταγροί και Ντικιλί Τας της Δράμας, στη Θεσσαλία στη θέση Διμήνι της Μαγνησίας και στη θέση Ραχμάνι, στις Κυκλάδες στη θέση Σάλιαγκος και στη Σαντορίνη από πληθυσμούς που μετοίκησαν από την Κρήτη το 4.000

Ο οικισμός στο Διμήνι είχε έκταση 30 στρέμματα, με έξι αλλεπάλληλους περιβόλους και ευρύχωρη κεντρική αυλή. Στην κεραμική του Σέσκλου εμφανίστηκε για πρώτη φορά η γυναικεία μορφή με βρέφος. Στη Θεσσαλία άλλες θέσεις ήταν η Παλιόσκαλα (στην όχθη της αποξηραμένης λίμνης Κάρλας, με μεγάλες ομοιότητες με το Διμήνι), η Μάνδρα (στην οποία ανασκάφηκε περίβολος αλλά και τάφρος) και το Μακρυχώρι (και πάλι με τάφρο). Στο Μακρύγιαλο Πιερίας στη Μακεδονία, όπου ανασκάφτηκε έκταση 60 στρεμμάτων, ενώ ο οικισμός πιστεύεται πως είχε έκταση 500 στρεμμάτων, βρέθηκαν δύο φάσεις, τα κατάλοιπα των οποίων βρίσκονταν σε διαφορετικές περιοχές με μικρή επικάλυψη. Θέσεις με μορφή εκτεταμένου οικισμού στη Μακεδονία βρέθηκαν επίσης στη Σταυρούπολη, στη Θέρμη Β, τα Βασιλικά και στη Δήμητρα Σερρών. Αντίθετα οι Σιταγροί Δράμας και το Ντικιλί Τας στους Φιλίππους είχαν μορφή τούμπας.

δ. Οι Οικισμοί στο Σέσκλο και το Διμήνι (6.800-4.400)

Το Σέσκλο κατοικήθηκε για πρώτη φορά στην αρχή της 7ης χιλιετίας (6800 π.Χ) και ερημώθηκε λίγο πριν το τέλος της 5ης χιλιετίας π.Χ (4.400 π.Χ). Ο νεολιθικός οικισμός του, που βρίσκεται νοτιοανατολικά του σύγχρονου ομώνυμου χωριού σε απόσταση 14 χιλιομέτρων από την πόλη του Βόλου, αναπτύχθηκε στο λοφώδες περιβάλλον κοντά στον Παγασητικό κόλπο και τη λίμνη Κάρλα. Σημαντικό ρόλο στην επιλογή της θέσης από τους πρώτους κατοίκους της διαδραμάτισε η γεωμορφολογία της ευρύτερης περιοχής, με τα βαθιά ρέματα και τους χαμηλούς λόφους με τη μεγάλη αποστραγγιστική ικανότητα. Η συνεχής κατοίκηση στον ίδιο χώρο και οι αλλεπάλληλες οικοδομικές φάσεις χωρίς την απομάκρυνση των ερειπίων από τα παλαιότερα κτίσματα, πρόσθεσαν ύψος στο χώρο, με αποτέλεσμα τη δημιουργία γήλοφου. Το πιο εκτεταμένο τμήμα του οικισμού, γνωστό ως «πόλη», με πυκνά δομημένα σε συστάδες οικήματα, που χρονολογούνται στην Αρχαία και Μέση Νεολιθική Εποχή, αναπτύχθηκε στην επίπεδη πλαγιά στα δυτικά της Ακρόπολης, σε έκταση μεγαλύτερη των 100 στρεμμάτων.

Κατά την 7η χιλιετία π.Χ  ο οικισμός του Σέσκλου ήταν αραιοκατοικημένος και περιοριζόταν στο χαμηλό λόφο και βορειοανατολικά έξω από αυτόν. Τα δομικά στοιχεία γι' αυτή την αρχική εγκατάσταση ήταν ελλειψοειδή μικρά αβαθή ορύγματα, σκαμμένα στο στέρεο έδαφος, με τάφρους και λείψανα από κλαδιά δένδρων για λεπτό θεμέλιο, και λάσπη ή συμπαγής πηλός για την κατασκευή των τοίχων των οικημάτων. Κατά την 6η χιλιετία π.Χ, ο οικισμός παρέμεινε αραιοκατοικημένος. Πάνω στο λόφο χτίστηκαν τα πρώτα σπίτια, με λίθινα θεμέλια, τοίχους από πλιθιά και δάπεδα από πατημένο πηλό, ενώ ανάμεσα στα οικήματα αναπτύχθηκαν ενδιάμεσοι ανοικτοί χώροι για τις καθημερινές οικοτεχνικές δραστηριότητες των κατοίκων. Κατά την 5η χιλιετία π.Χ, ο οικισμός απέκτησε μεγάλη έκταση και κατοικήθηκε και ο χώρος απέναντι από το λόφο. Η περίοδος αυτή ταυτίζεται με τον ονομαζόμενο "Πολιτισμό του Σέσκλου" και χαρακτηρίζεται από την αρχιτεκτονική οργάνωση του οικισμού, την αύξηση της γραπτής κεραμικής με παράλληλη βελτίωση της τεχνικής όπτησης, που απέδιδε θαυμάσια κόκκινα χρώματα και από τη γενικευμένη χρήση λίθινων εργαλείων και οψιανού από τη Μήλο. Σχεδόν όλα τα αρχιτεκτονικά λείψανα που είναι σήμερα ορατά πάνω στο λόφο ανήκουν στη φάση αυτή. Στη Νεότερη Νεολιθική Εποχή, η κατοίκηση περιορίστηκε στο χώρο της Ακρόπολης, όπου κτίστηκε ένα μεγάλο μεγαροειδές οίκημα, που περιβαλλόταν από περιβόλους με χωρορυθμιστικό ρόλο, όπως στην περίπτωση του Διμηνίου. Τα υπόλοιπα κτίρια διατάχθηκαν γύρω απ' αυτό.

Το Διμήνι ήταν προϊστορικός οικισμός (4.800 π.Χ.) της νεότερης νεολιθικής εποχής που βρισκόταν κοντά στη σημερινή ομώνυμη κωμόπολη που απέχει 4 χλμ. ΝΔ του Βόλου. Το 1886, οι Lolling και Wolters ανάσκαψαν τυχαία μυκηναϊκό θολωτό τάφο που είναι γνωστός ως «Λαμιόσπιτο». Μετά την ανακάλυψη αυτή, έγιναν το 1887 οι πρώτες ανασκαφές με τη συνεργασία Ελλήνων και ξένων αρχαιολόγων. Το 1901, ο Βαλέριος Στάης, που εργάστηκε στον οικισμό μαζί με τον Χρήστο Τσούντα από το 1901 μέχρι το 1905, ανακάλυψε το θολωτό τάφο στο λόφο του νεολιθικού οικισμού, που διέθετε οχυρωμένη ακρόπολη, διαδοχικούς περιβόλους, οικίες και τάφους. Το 1977, ο Γιώργος Χουρμουζιάδης συνέχισε τις ανασκαφές στο νεολιθικό οικισμό. Οι ανασκαφές του μυκηναϊκού οικισμού συνεχίστηκαν το 1980 από την Βασιλική Αδρύμη-Σισμάνη. Το 2001 οι ανασκαφές αποκάλυψαν μια μυκηναϊκή πόλη και ένα ανακτορικό συγκρότημα που πιστεύεται ότι θα μπορούσε να είναι μέρος της αρχαίας Ιωλκού. Μια εγχάρακτη πέτρα και ένα εγχάρακτο όστρακο επιβεβαιώνουν την χρήση Γραμμικής γραφής Β.