Πέμπτη 20 Απριλίου 2017

Πλύσιμο των ρούχων στην Αρχαία Ελλάδα

Στα πολλαπλά καθήκοντα της γυναίκας ανήκε το πλύσιμο και η περιποίηση των ικρασμάτων και των ενδυμάτων.

Το πλύσιμο γινόταν κατά το δυνατόν στη θάλασσα ή σε ένα κοντινό ποτάμι, όπου γι’ αυτό το σκοπό φτιαγμένα ειδικά βαθουλώματα ή φυσικές εγκαταστάσεις αντικαθιστούσαν τη συνηθισμένη στο σπίτι σκάφη μπουγάδας. την οποία αναγνωρίζουμε στις εικόνες των αγγείων.

Είναι σχετικά σπάνιες οι παραστάσεις γυναικών κατά το πλύσιμο των ρούχων, που μας έχουν παραδοθεί. Μια από τις λίγες παραστάσεις που διασώθηκαν, προέρχεται από το χέρι του γνωστού ζωγράφου Πάνα και βρίσκεται επάνω σε μια ερυθρόμορφη πελίκη. Διασώθηκε η στιγμή κατά την οποία δυο νεαρές γυναίκες σκύβουν επάνω από ένα μεγάλο πλυστικό δοχείο. Η γυναίκα, που μπορεί να αναγνωρισθεί ως αφέντρα, έχει τυλίξει το χιτώνα της σαν ποδιά γύρω από το κάτω μέρος του σώματός της και το έχει κουμπώσει μπροστά από την κοιλιά της, για να έχει περισσότερη ελευθερία κινήσεων. Τι κρατάει πάνω από το άνοιγμα του δοχείου δεν είναι δυνατόν να καθορισθεί. Απέναντι της στέκεται ένα κορίτσι, που από τα κοντά του μαλλιά μπορεί να αναγνωρισθεί ως υπηρέτρια, και κρατάει το ρούχο που πρόκειται να καθαρισθεί. Το ρούχο αυτό βάσει της χαρακτηριστικής του μορφής μπορεί να αναγνωρισθεί σαφώς ως κεφαλομάντηλο.

Απορρυπαντικά μέσα


Σύμφωνα με τον Διοσκουρίδη, έναν Έλληνα γιατρό από το δεύτερο ήμισυ του 1ου αι. μ. X., για το πλύσιμο των ενδυμάτων και υφασμάτων χρησιμοποιούσαν το σαπουνόχορτο. Από το φυτό, που ανήκει στην οικογένεια των γαριφαλοειδών, επεξεργάζονταν τη σαπωνούχο ρίζα (σαπουνόριζα). Αντίθετα, οι Ρωμαίοι ως απορρυπαντικό μέσο γνώριζαν τα ούρα. Τα απεκκρίματα, που συλλέγονταν σε κάδους, τότε μόνον ήταν έτοιμα για χρήση, όταν αφήνονταν να υποστούν ένα είδος ζύμωσης. Τότε σχηματιζόταν αμμωνιακό άλας, το οποίο έχει καθαρτική επίδραση, που αυξανόταν με την προσθήκη σ’ αυτό λίπους, με το οποίο προέκυπτε σαπούνι. Επίσης η ακατέργαστη ποτάσα και η σόδα είχαν καθαρτική δύναμη.

Η χρήση της στάχτης από ξύλα δεν απαιτούσε μεγάλο κόπο. Περιχυμένη με καυτό νερό σχημάτιζε ένα αφέψημα, την αλισίβα, μέσα στην οποία έβαζαν τα ρούχα και τα έβραζαν. Αυτή η απλή μέθοδος αποδείχτηκε πολύ πρακτική και διατηρήθηκε μέχρι την εποχή μας, όπως δείχνουν παραδείγματα όχι μόνον από τη σύγχρονη Ελλάδα.

Το πιο γνωστό ίσως παράδειγμα μεγάλης πλύσης (“πλύνειν”) βρίσκεται στην Οδύσσεια, όταν η Ναυσικά, η θυγατέρα του βασιλιά των Φαιάκων, μαζί με τις φίλες της πηγαίνει στη θάλασσα για να πλύνει. “Η μεγάλη πλύση γίνεται κατά αραιότερα διαστήματα. Οπωσδήποτε γι’ αυτήν χρειαζόταν μια ολόκληρη ημέρα, που άρχιζε από το πρωί. Τα ρούχα ρίχνονταν στο πλυσταριό κομμάτι κομμάτι. Η φυσική δύναμη του νερού, που συνέχεια ανανεωνόταν. υποστηριζόταν και. από την ανθρώπινη δύναμη: Τα κορίτσια κατέβαιναν στο λάκκο του πλυσταριού (όπου έκαναν κι ένα διασκεδαστικό αγώνα) ποδοπατώντας τα ρούχα. Απορρυπαντικό μέσο δε χρησιμοποιούσαν Όταν καθάριζαν τα κομμάτια των ρούχων με την κίνηση του νερού, που σταθερά τα ξέπλυνε, και με το κοπάνισμα και το τρίψιμο από τα πόδια των κοριτσιών, για να στεγνώσουν απλώνονταν σε σειρά επάνω στα βότσαλα της παραλίας. Ο χρόνος που χρειάζονταν τα ρούχα εκεί στον ήλιο, για να στεγνώσουν. έφτανε στις πλύστρες για λουτρό, για γεύμα και παιγνίδι. Έπειτα ακολουθούσε το μάζεμα των ρούχων. Μετά την επιστροφή τα ρούχα μεταφέρονταν αμέσως στο σπίτι”.


Φωριαμοί ενδυμάτων, Καταπολέμηση των βλαβερών εντόμων


Στο σπίτι φρόντιζαν να διατηρούν τα ενδύματα μέσα σε ξύλινα σεντούκια (“κιβωτοί”), όπως ήδη αναφέρει ο Όμηρος. Τα κιβώτια με τα ρούχα βρίσκονταν ή στα κελάρια ή μέσα στο χώρο της κατοικίας. Κατά την μεθομηρική εποχή φαίνεται πως ο συνηθισμένος αυτός χώρος, αντίθετα, είχε γίνει ο θάλαμος των γυναικών. Οι πιο παλιές παραστάσεις κατάγονται από την κλασική εποχή. Επάνω σε μια λήκυθο, που βρίσκεται στο New Haven, μια νεαρή γυναίκα κρατάει ένα τυλιγμένο ή διπλωμένο ρούχο πάνα) από ένα ανοιγμένο σεντούκι. Το σκέπασμα του απέριττου επίπλου, που είναι διακοσμημένο απλά με ένα αστέρι, είναι βαλμένο κάθετα.

Η διακόσμηση του χώρου συμπληρώνεται με ένα έπιπλο καθίσματος. Στον τοίχο είναι κρεμασμένος ένας καθρέφτης και ένα στεφάνι ή ένας κεφαλόδεσμος. Δεν είναι δυνατόν να αναγνωρισθεί για ποιον τύπο ενδύματος πρόκειται, δηλ. αν τελικά είναι ένδυμα το διπλωμένο υφαντό. Το ίδιο πρόβλημα αντιμετωπίζει κανείς και με κάποιες σκηνές αμφίεσης ή λουτρού. Τα καλοδιπλωμένα ενδύματα. τα οποία δεν έχουν φορεθεί ακόμη ή μόλις έχουν αποβληθεί, δεν μας επιτρέπουν να αναγνωρίσουμε σε ποιο είδος ανήκουν. Για να εμποδίσουν το σκωροφάγωμα και να εφοδιάσουν τα ενδύματα με ευωδιές, φρόντιζαν να βάζουν σ’ ένα καλόκλειστο σεντούκι διάφορα αρωματικά φυτά ή φρούτα, όπως μήλα και λεμόνια.

Τα κιβώτια χρησίμευαν για τη φύλαξη των ενδυμάτων τα οποία δεν χρησιμοποιούνταν κάθε μέρα ή αποθηκεύονταν προς φύλαξη. Αυτή η αποθήκευση των ενδυμάτων, που ανήκε στην κινητή περιουσία του νοικοκυριού και του οποίου τον πλούτο συγκαθόριζε αποφασιστικά, τελούσε υπό την ιδιαίτερη προστασία της νοικοκυράς του σπιτιού. Κι αυτό αναφέρεται ήδη δεόντως στα ομηρικά έπη. Τέλος ρούχα “χρησιμοποιούνταν στη διπλωματική επικοινωνία με φιλοξενούμενους, φίλους, εχθρούς, θεούς, ως νυφικά δώρα και στις περιπτώσεις που η οικογένεια εμφανιζόταν δημόσια, στον ενταφιασμό ως νεκρικά σάβανα και στους γόμους ως νυφικά ρούχα, καθώς και ρούχα των οδηγών της νύφης”. Ο σημαντικός ρόλος που έχει παίξει πάντοτε η κατοχή ενδυμάτων, φαίνεται από το ότι στους δικανικούς λόγους τα ενδύματα απαριθμούνται ως τμήμα της περιουσίας, ενώ και κατά τις δίκες κληρονομιάς οι αντίδικοι φιλονικούσαν γι’ αυτά. Κλοπή ενδυμάτων ήταν ένα από τα συνηθέστατα εγκλήματα ιδιοκτησίας. Λεν λείπουν άλλωστε οι μαρτυρίες για ενδύματα ως μέσα αμοιβής ή δωροδοκίας.

Οι πηγές μας παρέχουν μια ιδέα για το ποιοι θησαυροί υφασμάτων φυλάσσονταν σε μερικά σπίτια. Έτσι σ’ ένα λόγο του Δημοσθένη βρίσκεται μια αναφορά για κατοχή ενδυμάτων αξίας 1000 δραχμών, ποσό που εκείνη την εποχή αποτελούσε μιαν αξιόλογη περιουσία. Στον Αθήναιο διαβάζουμε ότι ο φιλόξενος Τελλίας από τον Ακράγαντα, είχε δεχθεί 500 στρατιώτες, που είχαν έλθει στη Γέλα, και συγχρόνως τους είχε εφοδιάσει με τον απαραίτητο χειμερινό ιματισμό.


Aπό το βιβλίο της Αναστασίας Πεκρίδου – Γκορέσκιν «Η μόδα στην αρχαία Ελλάδα»


Πηγή