Τετάρτη 20 Σεπτεμβρίου 2017

2.500 χρόνια πριν η τελευταία τιμωρία για την βεβήλωση αγαλμάτων

Θλίψη και οργή προκαλεί διεθνώς η πολιτική των τζιχαντιστών με την καταστροφή μνημείων πολιτιστικής κληρονομιάς με βαριοπούλες και εκρηκτικά. Ίσως τα διπλωματικά και πολιτικά μεγέθη είναι διαφορετικά αλλά η Unesco και άλλοι διεθνείς φορείς, που καταγγέλλουν αυτή την πρακτική, δεν έχουν ασχοληθεί ποτέ με την καθημερινή κακοποίηση των αρχαίων μνημείων στην Ελλάδα από τους κάθε είδους «διαμαρτυρόμενους». Ίσως γιατί αυτοί δεν επηρεάζουν την διεθνή σκακιέρα, αλλά μόνο την μίζερη ελληνική πραγματικότητα που είναι ούτως ή άλλως απαξιωμένη λόγω της κρίσης και της διαχρονικής αδιαφορίας των αρχών.

Οι καταστροφές των αγαλμάτων και μνημείων στους δημόσιους χώρους δεν είναι σύγχρονο φαινόμενο. Σε αντίθεση με την σημερινή εποχή που κανείς δεν τιμωρείται για τη βεβήλωση των αγαλμάτων, στην αρχαιότητα οι αρχές τους αναζητούσαν για να τιμωρηθούν.


Οι Ερμοκοπίδες


Οι πιο γνωστοί βανδαλιστές που έδρασαν την περίοδο του Πελοποννησιακού Πολέμου στην Αθήνα ήταν οι «Ερμοκοπίδες». Ένα βράδυ του Μαΐου το 415 π.Χ. μια ομάδα ανθρώπων έσπασε όλες τις κεφαλές «Ερμών», που βρίσκονταν στημένες μπροστά από τα σπίτια, τους δρόμους και στην Αγορά της Αθήνας.

Οι «Ερμές» ήταν προτομές, που απεικόνιζαν τον θεό Ερμή ή επιφανείς Αθηναίους πολίτες, και ήταν στημένες πάνω σε μαρμάρινες τετράπλευρες στήλες που λειτουργούσαν ως οδοδείκτες και ως σύμβολα των ορίων των ιδιωτικών χώρων.

Η βεβήλωση των αγαλμάτων προκάλεσε μεγάλο σκάνδαλο. Θεωρήθηκε ιεροσυλία και κακός οιωνός γιατί πραγματοποιήθηκε μια μέρα πριν ο στόλος της Αθήνας αποπλεύσει για να συνδράμει με τις δυνάμεις της, στον πόλεμο της Εγέστας της Σικελίας με τον Σελινούντα.

Αμέσως πραγματοποιήθηκε έκτακτη σύνοδος από την εκκλησία του Δήμου και ορίστηκαν «ζητητές», δηλαδή ανακριτές της υπόθεσης οι Χαρικλής, Διόγνιτος και Πείσανδρος και εκδόθηκε ψήφισμα που προκήρυσσε «μήνυτρα» δηλαδή αμοιβή σε όποιον κατέδιδε τους δράστες.

Το ποσό ανερχόταν στις 1.000 δραχμές, ενώ σύμφωνα με το ψήφισμα του Πεισάνδρου το ποσό έφτασε τις 10.000 δραχμές. Επιπλέον ο δήμος παρείχε «άδεια», δηλαδή προστασία σωματικής ακεραιότητας και ασυλία έναντι κάθε δίωξης σε όσους βοηθούσαν στην σύλληψη των δραστών. Δικαίωμα να βοηθήσουν στην έρευνα είχαν όλοι οι πολίτες της Αθήνας, οι μέτοικοι ακόμα και οι δούλοι.


Η τιμωρία των Ερμοκοπίδων και του Αλκιβιάδη 


Οι Ερμοκοπίδες είχαν καταστρέψει όλες τις «Ερμές» εκτός από εκείνη που βρισκόταν μπροστά στο σπίτι του Ανδοκίδη, γι’αυτό θεώρησαν ότι γνώριζε τους δράστες και τον συνέλαβαν. Ο Ανδοκίδης αρνήθηκε να μιλήσει και φυλακίστηκε.  Αργότερα κάποιοι κατήγγειλαν ως υπεύθυνους τους Κορίνθιους, ενώ άλλοι ανέφεραν ότι ένοχοι ήταν ο στρατηγός Αλκιβιάδης και οι φίλοι του, οι οποίοι μεθούσαν και πραγματοποιούσαν κρυφά Ελευσίνια μυστήρια στο σπίτι του.

Σύμφωνα με τον Πλούταρχο η κατηγορία του Αλκιβιάδη υποκινήθηκε από τον Ανδροκλή, έναν πολιτικό του αντίπαλο, ο οποίος χρησιμοποίησε ψευδομάρτυρες.

Ο δούλος του Αλκιβιάδη επιβεβαίωσε τις κατηγορίες για την τέλεση μυστηρίων, αλλά η υπόθεση του δεν εκδικάστηκε γιατί η παρουσία του ήταν απαραίτητη στην εκστρατεία της Σικελίας και αποφασίστηκε να δικαστεί όταν επιστρέψει.

Την περίοδο που ο Αλκιβιάδης έλειπε στη Σικελία, ο Διοκλείδης κατηγόρησε για την καταστροφή των αγαλμάτων δύο βουλευτές και δεκάδες επιφανείς Αθηναίους πολίτες. Η υπόθεση φάνηκε ότι έκλεισε. Ο Διοκλείδης έγινε ήρωας και οι κατηγορούμενοι του φυλακίστηκαν.

Ωστόσο λίγο καιρό αργότερα ο Ανδοκίδης, που ήταν φυλακισμένος αποφάσισε να πει την αλήθεια για τους ενόχους με αντάλλαγμα να παραχωρηθεί «άδεια»  σε εκείνον και στην οικογένειά του. Κατηγόρησε έναν φίλο του, τον Ευφίλητο, ο οποίος του είχε εκμυστηρευτεί ότι σκεφτόταν να κόψει τις «Ερμές» και μετά το συμβάν πήγε στο σπίτι του και τον απείλησε να μη μιλήσει. Τα λεγόμενα του Ανδοκίδη αποκάλυψαν ότι ο Διοκλείδης είχε πει ψέματα γι’αυτό εκτελέστηκε. Αλλά η υπόθεση δεν έκλεισε γιατί λίγο αργότερα φανερώθηκε ότι και ο Ανδοκίδης είχε πει ψέματα.

Οι Αθηναίοι κάλεσαν τον Αλκιβιάδη να επιστρέψει από τη Σικελία με το πλοίο «Σαλαμινία» για να δικαστεί. Ο Αλκιβιάδης είπε ότι θα τους ακολουθούσε με το δικό του πλοίο του αλλά όταν μπόρεσε διέφυγε στην Πελοπόννησο γιατί γνώριζε ότι οι Αθηναίοι θα τον καταδίκαζαν σε θάνατο.

Τελικά καταδικάστηκε ερήμην του σε θάνατο, δημεύτηκε η περιουσία του και ο Αλκιβιάδης ζήτησε άσυλο από  τους Σπαρτιάτες και έγινε στρατιωτικός τους σύμβουλος.



Πηγή