Δευτέρα 12 Φεβρουαρίου 2018

Η δωρική διάλεκτος

Οι δωρικές διάλεκτοι ομιλούνταν σε μεγάλο μέρος της Πελοποννήσου (συμπεριλαμβανομένου του Άργους, της Σπάρτης και της Μεσσηνίας), στην Κρήτη, τη Ρόδο, την Κω, τη Θήρα, σε πολλές δυτικές αποικίες (Συρακούσες, Γέλα, Τάρας κ.α.) και στην Κυρήνη.

Όλες αυτές οι τοπικές ποικιλίες μοιράζονται κοινά χαρακτηριστικά, όπως η διατήρηση του μακρού ᾱ αντί του αττικοϊωνικού η (λ.χ. φάμα αντί φήμη), τη διατήρηση του -τι στις ρηματικές καταλήξεις και τα αριθμητικά (λ.χ. λέγοντι αντί λέγουσι, τριακάτιοι αντί τριακόσιοι), πρώτο πρόσωπο πληθ. σε -μες αντί -μεν (λύομες αντί λύομεν), αθέματα απαρέμφατα σε -μεν αντί -ναι (π.χ. εἶμεν αντί εἶναι), πρᾶτος αντί πρῶτος και ἱαρός αντί ἱερός.

Η δωρική μπορεί να διαιρεθεί περαιτέρω σε «αυστηρή», που χαρακτηρίζεται από την ανοιχτή ποιότητα των δευτερογενών φωνηέντων η, ω (όπως στο μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου και τις σπαρτιατικές αποικίες), και σε «μαλακή», στην οποία τα δευτερογενή φωνήεντα έχουν κλειστή ποιότητα (όπως στην κορινθιακή και την κρητική διάλεκτο).

Τα πρώτα κείμενα που χρησιμοποιούν τη δωρική διάλεκτο φαίνεται να είναι τα χορικά ποιήματα του Αλκμάνα (περ. 650-600 π.Χ.), όμως η προέλευση του είδους πρέπει να είναι πιο αρχαία και θα πρέπει μάλλον να αναζητηθεί στη δραστηριότητα των ποιητών και κιθαρωδών μια γενιά νωρίτερα, όπως ο Ξενόδαμος στα Κύθηρα, ο Σακάδας στο Άργος και ο Εύμηλος στην Κόρινθο, όλοι στην Πελοπόννησο (βλ. Πλούτ. 1134B 8-9). Αν και δεν γνωρίζουμε σε ποια διάλεκτο συνέθεσαν τα έργα τους οι ποιητές αυτοί, η σύνδεσή τους με τον δωρικό κόσμο έχει από καιρό θεωρηθεί ως η κύρια αιτία για τον δωρικό χαρακτήρα της χορικής ποίησης.

Οι χορικοί ποιητές μοιράζονται τα ακόλουθα γλωσσικά χαρακτηριστικά: εκτός από όσα αναφέρθηκαν στην προηγούμενη παράγραφο έχουμε συναίρεση των -αο- και -αω- σε α μακρό (π.χ. γεν.πληθ. τᾶν τιμᾶν αντί τῶν τιμῶν), συχνή διατήρηση του w (δίγαμμα) στην αρχή της λέξης, αντωνυμία τύ αντί σύ, άρθρα τοί και ταί αντί οἱ και αἱ, σύνδεσμος αἰ αντί εἰ, πόκα αντί πότε.

Σποραδικά εμφανίζονται θεματικά απαρέμφατα με βραχύ φωνήεν (γαμέν αντί γαμεῖν) και αιτιατικές πληθυντικού της πρώτης κλίσης με βραχύ ᾰ στην κατάληξη αντί μακρό. Η γλώσσα του Αλκμάνα είναι η πλέον έντονα δωρική: έχει στοιχεία όπως η γενική της δεύτερης κλίσης σε-ω αντί -ου (λύκω αντί λύκου) και την «αυστηρή» μορφή Μῶσα, ενώ όλοι οι άλλοι χορικοί ποιητές έχουν -ου και Μοῦσα.

Η γλώσσα όλων των άλλων ποιητών, από την άλλη πλευρά, είναι δωρικού ρυθμού μόνο σε κάποιο βαθμό και φιλοξενεί συχνά ιωνικά και αιολικά στοιχεία. Αυτή η γλωσσική διαφοροποίηση πιθανότατα σχετίζεται με το διαφορετικό σκοπό της ποίησής τους: η ποίηση του Αλκμάνα είχε συντεθεί για τις σπαρτιατικές θρησκευτικές τελετές, ενώ αυτή του Στησίχορου, του Σιμωνίδη, του Ίβυκου, του Πίνδαρου και του Βακχυλίδη ταξίδεψε σε όλη την Ελλάδα και εκτελέστηκε σε διάφορες πανελλήνιες γιορτές.

Εάν ο πανελλήνιος προορισμός πιθανότατα συνέβαλε στην αποφυγή τυχόν εμφανώς τοπικών χαρακτηριστικών, η προέλευση ορισμένων ποιητών μπορεί επίσης να προκάλεσε μια πιο συχνή χρήση μη δωρικών χαρακτηριστικών. Για παράδειγμα, είναι αναμφισβήτητο ότι τα ιωνικά στοιχεία είναι περισσότερο εμφανή στον Ίβυκο και τον Σιμωνίδη, που και οι δύο προέρχονταν από ιωνικές περιοχές (Ρήγιο και Κέα αντίστοιχα) και συνέθεσαν μεγάλο μέρος της ποίησής τους για Ίωνες πελάτες.

Με την παρακμή της χορικής ποίησης στον πέμπτο αιώνα π.Χ. η ποιητική δωρική διήλθε επίσης περίοδο παρακμής που κράτησε μέχρι τις αρχές του τρίτου αιώνα π.Χ. Ο Θεόκριτος (ένας Συρακούσιος) αναβίωσε τη γλώσσα και τη χρησιμοποίησε στα βουκολικά ειδύλλιά του, ενώ ο Καλλίμαχος, με τη συνήθη τάση του για πειραματισμούς, χρησιμοποίησε τη δωρική για δύο ύμνους του (5-6), ένα λογοτεχνικό είδος που συνδεόταν παραδοσιακά με την ιωνική.

Αναφέρεται συχνά ότι τα λυρικά μέρη της τραγωδίας είναι στην δωρική. Αυτό δεν αποτελεί μια ακριβή περιγραφή της γλώσσας του αττικού χορού, καθώς το σημαντικότερο δωρικό χαρακτηριστικό της είναι η διατήρηση του -α, που αντιπροσωπεύει το σημάδι του κύρους της χορικής παράδοσης. Η αττική τραγωδία αποτίει φόρο τιμής σ’ αυτήν, αλλά μέσα σε ένα γλωσσικό πλαίσιο που, αν και άκρως ποιητικό, απέχει πολύ από την αρχική γλώσσα των χορικών ωδών: δεν υπάρχουν άλλοι δωρικοί φωνηεντισμοί στην τραγωδία, ούτε μετοχές σε -οισα, ούτε ρηματικές καταλήξεις σε -ντι.

Ένα κωμικό είδος άνθισε στη Σικελία στις αρχές του πέμπτου αιώνα π.Χ. Οι εκπρόσωποί του είναι οι Συρακούσιοι συγγραφείς Επίχαρμος, Φόρμις και Δεινόλοχος, και ο συγγραφέας μίμων Σώφρων. Από αυτούς ο Επίχαρμος είναι ο συγγραφέας που γνωρίζουμε καλύτερα. Ωστόσο, μόνο σύντομα θραύσματα (περίπου 240) σώζονται από το έργο του.

Η κωμωδία του Επίχαρμου ασχολήθηκε με μυθολογικά θέματα σε τόνο παρωδιακό που διακωμωδεί τη «σοβαρή» λογοτεχνία και τη φιλοσοφία. Η δωρική διάλεκτος της σικελικής κωμωδίας χαρακτηρίζεται από τη διατήρηση του μακρού ᾱ, τη διατήρηση του w (δίγαμμα), συναίρεση του αε σε η και του αο σε ω, γ΄ ενικό σε -τι (π.χ. φατί αντί φησί), γ΄ πληθ. σε -ντι, δωρικούς μέλλοντες (π.χ. λεξοῦμαι αντί λέξομαι), πρᾶτος αντί πρῶτος, μετατροπή του λ σε ν μπροστά από οδοντικό (π.χ. φίντατος αντί φίλτατος), βραχύ ᾰ στην αιτιατική πληθ. της πρώτης κλίσης (ἀμυγδάλας αντί ἀμυγδαλάς).

Η ιστορική, φιλοσοφική και ρητορική πεζογραφία στη δωρική διάλεκτο άνθισε σε διάφορα στάδια της ελληνικής λογοτεχνικής ιστορίας, σε ένα χρονικό εύρος που εκτείνεται περίπου από τον πέμπτο αιώνα π.Χ. ως το δεύτερο αιώνα μ.Χ. (και ίσως και πέρα από αυτόν). Οι σωζόμενες πηγές είναι συχνά ανεπαρκείς, αλλά το μεγαλύτερο μέρος των επιστημονικών εργασιών του Αρχιμήδη (μέσα του τρίτου αιώνα π.Χ.) προσφέρει μια γεύση της σημασίας της δωρικής ως μιας από τις γλώσσες της ελληνικής πεζογραφίας.

Οι πληροφορίες που έχουμε στη διάθεσή μας δείχνουν μια ισχυρή σύνδεση μεταξύ της παραγωγής έργων στη δωρική διάλεκτο και των δυτικών Ελλήνων της Σικελίας και της Μεγάλης Ελλάδα. Εκτός από τον Αρχιμήδη γνωρίζουμε ότι ένας Άκρων από τον Ακράγαντα, σύγχρονος του Εμπεδοκλή, συνέταξε μια ιατρική πραγματεία στη δωρική διάλεκτο, ενώ ο Πλάτωνας αναφέρει ότι ο διάσημος Συρακούσιος μάγειρας Μίθαικος έγραψε έργα μαγειρικής (518B).

Στην Μεγάλη Ελλάδα η δωρική πεζογραφία ήταν το μέσο έκφρασης της Πυθαγόρειας Σχολής, της οποίας κύριος εκπρόσωπος είναι ο Φιλόλαος (πέμπτος με τέταρτος αιώνας π.Χ.) και ο Αρχύτας ο Ταραντίνος (τέταρτος αιώνας π.Χ.). Λαμβάνοντας υπόψη ότι στη Σικελία η δωρική πεζογραφία φαίνεται να έσβησε με τον Αρχιμήδη, στη Μεγάλη Ελλάδα η μετέπειτα παραγωγή αρκετών ψευδο-Πυθαγόρειων κειμένων υποδηλώνει μια διαρκή παράδοση ως τον δεύτερο μ.Χ. αιώνα. Μια θεμελιώδης διαφορά μεταξύ των δύο δυτικών παραδόσεων έγκειται στην ποιότητα των δευτερογενών μακρών φωνηέντων η και ω, τα οποία – σύμφωνα με τη διάλεκτο των Συρακουσών – είναι κλειστά στον Αρχιμήδη, αλλά ανοιχτά στον Φιλόλαο και τον Αρχύτα.

Αναρωτιέται κανείς τι ενέπνευσε τόσους πολλούς συγγραφείς να επιλέξουν τη δωρική σε μια περίοδο κατά την οποία η ιωνική και όλο και περισσότερο η αττική είχαν γίνει οι διάλεκτοι της πεζογραφίας. Η πολιτιστική υπερηφάνεια πρέπει να διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο: για τους Σικελούς ο Επίχαρμος αποτέλεσε επιτυχές πρότυπο συγγραφής στην τοπική διάλεκτο.

Η σύνδεση ανάμεσα στον Πυθαγόρα και τον Τάραντα πρέπει να λειτούργησε με τον ίδιο τρόπο για την άλλη πλευρά του στενού της Μεσσήνης. Ένα ανάλογο κίνητρο τοπικής υπερηφάνειας μπορεί να είχε ως αποτέλεσμα τη χρήση μιας μετριοπαθούς αργίτικης ποικιλίας της δωρικής από τον Αγία και τον Δέρκυλο, συγγραφείς Αργολικώνγύρω στον τέταρτο αιώνα π.Χ.


[Ο. Tribulato, «Literary dialects», στο Bakker, A companion to the Ancient Greek Language]




Πηγή